United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πύλη όμως αντείχε, διότι ήτο σιδηρά, τα δε πυροβόλα του εχθρού ήταν μικράς ολκής, διό ελαχίστας βλάβας επροξένουν και εις τα τείχη. Οι πολιορκούμενοι ανέμενον έξωθεν βοήθειαν και ηπόρουν βλέποντες ότι η ημέρα παρήρχετο χωρίς ουδαμόθεν να φανή ο αναμενόμενος αντιπερισπασμός.

Δημόσιοι αγορηταί και φωνασκοί κατηγόρουν ως εμπρηστήν τον Νέρωνα, ηπόρουν με την υπομονήν των Ρωμαίων, έλεγον ότι εβαρύνθησαν πλέον και υπέσχοντο ως θύματα εις τον Τίβεριν τον Αυτοκράτορα και την Αυγούσταν. Πανταχόθεν αντήχουν κραυγαί: — Κωμωδός! Φρενόπληκτος! Μητροκτόνος!

Ολίγος δε παρήλθε χρόνος, και η ρυπαρά εκείνη χειρ εισήλθε και πάλιν εις το θυλάκιον, και νέαι αδελφαί μου απετέθησαν πλησίον μου. Το αυτό επανελήφθη πολλάκις της ημέρας, και ηπόρουν τη αληθεία, πού ο ρυπαρός εκείνος ρακενδύτης εύρισκε τόσα χρήματα, ώστε να πληρόνη υπερτιμημένας όλας μου εκείνας τας αδελφάς.

Ηπόρουν, και η απορία μου εκορυφούτο, εφ' όσον ελύετο· εμάνθανον, και η αγνωσία επυκνούτο, εφ' όσον ενόμιζον ότι μανθάνω· ήμην τέλος σοφός, εφ' όσον ηγνόουν, και εφ' όσον επιστάμην, μωρός!. . . Ω Διδάσκαλε! ιδού ο κόσμος σου! — Και τέλος, ιδού εγώ, άνευ πτερύγων, άνευ στέμματος, με ένα πόδα ολιγώτερον, έκτρωμα και άμορφος όγκος. Κρύψε με από της φύσεως τα όμματα· θα με ίδη και θα με αποκηρύξη.

Ο Χριστός έσυρε τον λαόν κατόπιν Του με την χρυσήν άλυσιν της ουρανίου ευγλωττίας Του·. Αυτοί οι παίδες του Ναού, εν τη αθώα αγαλλιάσει των, εξηκολούθουν να κράζουν τα χαρμόσυνα Ωσαννά μεθ' ων Τον είχον υποδεχθή. Οι Αρχιερείς και Γραμματείς και Φαρισαίοι και οι άρχοντες του λαού έβλεπον και ηπόρουν και εφρύαττον και εχάνοντο.

Ηπόρουν όμως διά τα τόσα χρυσά του κοσμήματα, διά την ωραίαν εσθήτα του και διά το μέγα πένθος εις το οποίον έβλεπον την οικίαν του Αρπάγου. Καθ' οδόν έμαθον τα πάντα· ο άνθρωπος όστις με έφερεν έξω της πόλεως και όστις μοι παρέδωκε το παιδίον, με είπεν ότι ήτο υιός της Μανδάνης, θυγατρός του Αστυάγους, και του Καμβύσου, υιού του Κύρου. Ο Αστυάγης διατάττει να το φονεύσωμεν, και ιδού αυτό

Ενθυμούμην τα δεινά μας αφ' ότου η επανάστασις εξερράγη και ηπόρουν πώς είχον ούτοι καρδίαν να διασκεδάζωσιν ! Ήτο άδικος βεβαίως η κατ' αυτών οργή μου, η δε απαίτησίς μου υπερβολική. Η Τήνος δεν ηδύνατο να βλέπη τα πράγματα υπό την ιδίαν ως η Χίος έποψιν. Τούρκοι εκεί δεν απέβησαν, ουδ' ήτο φόβος ν' αποβώσι και να σφάξωσι και να εξανδραποδίσωσιν.

Ηπόρουν εγώ διατί απηύθυνεν ο αρχηγός τας ερωτήσεις ταύτας προς τον αγρότην, αλλά φαίνεται ότι είχεν έξιν να προβαίνη πάντοτε κατά τάξιν. Ίσως δε είχε σκοπόν, διά της προκαταρκτικής ταύτης εξετάσεως, να εμπνεύση ολίγον θάρρος εις τον αγροδίαιτον. — Είσαι κάθε μέρα έξω εις τα βουνά; εξηκολούθησε να ερωτά ο αρχηγός. — Κάθε μέρα, απήντησεν ο αιπόλος. — Και βόσκεις βώδια; — Γίδια, να σε χαρώ, αφέντη.

Ιδόντες δε οι Επιδάμνιοι ότι ουδεμίαν βοήθειαν ηδύναντο να περιμένωσιν από Κερκύρας ηπόρουν περί του πρακτέου, και πέμψαντες εις Δελφούς ηρώτων τον Απόλλωνα αν έπρεπε να αφιερώσωσι την πόλιν των εις τους Κορινθίους ως οικιστάς και να πειραθώσι να λάβωσι παρ' αυτών βοήθειάν τινα. Ο δε απεκρίθη εις αυτούς να παραδώσωσι την πόλιν και να αναγνωρίσωσιν αυτούς ως αρχηγούς.

Είχε διαδοθή το πράγμα εις το χωρίον και πάντες έχαιρον μεν διότι ηλευθερούντο από την λαιμαργίαν του αρχαίου δεκατιστού, όστις τα τελευταία έτη κατέστη πολύ καταπιεστικός και άρπαξ και πλεονέκτης, αλλ' ηπόρουν και εφοβούντο μαθόντες την γενναίαν προσφοράν του πλοιάρχου, όστις δεν έκαμνε καλά να τρέχη τόσον.