United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τω όντι εις μίαν ράχην του Ζυγού, όστις ηπλούτο σκοτεινός εξ ανατολών προς δυσμάς, κ' έφρασσεν όλον τον αρκτικόν ορίζοντα από του βάθους της πεδιάδος μέχρι των άστρων, ανέλαμψαν αίφνης τρεις υψηλαί πυραί και ταυτοχρόνως αντήχησαν τρεις εκπυρσοκροτήσεις. Ήτο το σύνθημα το οποίον ανέμενον οι οπλαρχηγοί. Ο Καραϊσκάκης ειδοποίει αυτούς ότι ήτο εκεί κ' έπιπτεν ήδη κατά του εχθρού.

Αλλ’ Αυτός τας ενουθέτησεν ότι πολύ πικροτέραι αφορμαί λύπης ανέμενον αυτάς, και τα τέκνα των, και την φυλήν των. Πολλαί τούτων, και η πλειονότης των τέκνων των, θα επέζων να ίδωσι τοσούτους ποταμούς αίματος, τοιαύτας επιπλοκάς αγωνίας, οίας ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει ποτέ πρότερον.

Μετά πόσης ανυπομονησίας ανέμενον την επιστροφήν του νεαρού ζεύγους ο Κ. Μητροφάνης και ο Κ. και η Κυρία Πλατέα! Ότε δε επί τέλους επανήλθον, μετά πόσης χαράς ενηγκαλίσθησαν αλλήλας αι δύο αδελφαί, και πώς έτρεμεν εκ της συγκινήσεως ο γέρων πατήρ των! Άμα οι δύο σύγγαμβροι έμειναν μόνοι, είδον ο είς τον άλλον κατά πρόσωπον με βλέμματα εκφράζοντα αμιγή ευχαρίστησιν.

Η πύλη όμως αντείχε, διότι ήτο σιδηρά, τα δε πυροβόλα του εχθρού ήταν μικράς ολκής, διό ελαχίστας βλάβας επροξένουν και εις τα τείχη. Οι πολιορκούμενοι ανέμενον έξωθεν βοήθειαν και ηπόρουν βλέποντες ότι η ημέρα παρήρχετο χωρίς ουδαμόθεν να φανή ο αναμενόμενος αντιπερισπασμός.

Καλώς νάρθετε· σας έχουμε τραπέζι στρωμένο και θα καλοπεράσετε. Οι πολιορκούμενοι είχον πλέον την γαλήνην των αποφασισμένων. Τον θάνατον τον έβλεπον επερχόμενον και τον ανέμενον αταράχως. Τι πλέον του θανάτου ηδύναντο να φοβηθώσι; Μίαν μόνην σκέψιν και μίαν φροντίδα είχον πλέον· ν' αποθάνωσι καλώς.

Ανέμενον δε, ως πάντοτε μετά τοιαύτα θεάματα, φοβερόν όνειρον με νεκροκράββατα και νεκρούς και δαίμονας. Και είδον όνειρον τωόντι μετ' ολίγον. Νεκρωθείς από της συγχρόνου γενεάς, ανέζησα εις άλλους, παλαιούς χρόνους, χρόνους ποθεινούς, χρόνους γλυκείς, αλησμονήτους χρόνους, της παιδικής μου ηλικίας τους χρυσούς καιρούς. Και ήμην παιδίον. Εκεί επάνω εις ένα μικρό-μικρό νησάκι.

Εκ του ύψους των υδραγωγείων δεν είχον εννοήσει την κραυγήν: «Άρτον και ιπποδρομίαςκαι ενόμιζον ότι επρόκειτο περί νέας εκρήξεως μανίας. Δεν ανέμενον μάλιστα να ίδωσι τον Πετρώνιον επανερχόμενον ποτέ πλέον. Ο Νέρων, όταν τον είδεν επιστρέφοντα, έτρεξε μέχρι των βαθμίδων. — Πώς; τι συμβαίνει εκεί κάτω; Μάχονται; Ο Πετρώνιος ανέπνευσε βαθέως.

Αλλά την ορμήν του ανεχαίτισε και εματαίωσε το τόλμημα η φωνή του Σαϊτονικολή, όστις τους εκάλει να επισπεύσουν το βήμα διά να τους φθάσουν. Οι γονείς των είχον, φαίνεται, τελειώσει τας ιδιαιτέρας των ομιλίας και σταματήσαντες τους ανέμενον, ο δε Μανώλης ηναγκάσθη να καταπίη την φράσιν του, ως θα κατέπινε βώλον κινίνου. Ο Θωμάς ήτο τώρα σχεδόν φαιδρός και παρά το σύνηθες ομιλητικός.

Αλλ ο Βινίκιος εγνώριζεν ότι, όταν έφθανεν εις την κορυφήν, όπισθεν της οποίας εκρύπτετο το Άλβανον, θα έβλεπεν όχι μόνον την Μποβίλλαν και το Ούστρινον, όπου τον ανέμενον ίπποι, αλλά και την Ρώμην· εκείθεν του Αλβάνου ήρχιζεν εκατέρωθεν της Αππιανής οδού η επίπεδος Καμπανία. — Από εκεί επάνω θα διακρίνω τας φλόγας, διενοείτο, και εκ νέου εκέντριζε τον ίππον του. — Η πυρκαϊά! διενοήθη ο Βινίκιος.

Ενώ δε οι λοιποί παίδες ανέμενον με αρπακτικάς διαθέσεις περί αυτούς, πότε να τα διαβάση ο εφημέριος τα κόλλυβα να διανεμηθώσι, πολλάκις δε καυγάς συνήπτετο μεταξύ εκείνων και της νεωκόρουμιας χωλής γραίας ήτις, ως ασπίδα κρατούσα μέγιστον ζεμπίλι, τα επροστάτευε, μη διαρπαγώσιν αδιάβαστα, εγώ, μετά δέους έβλεπον τους στολισμούς των τους κομψούς, τα άνθη των τα βαρακωμένα και τα σταυρούς και κυπαρίσσους παριστώντα επ' αυτών τρωγάλια.