United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εισβολή αύτη, μετά την δευτέραν, υπήρξε διά τους Αθηναίους η καταστρεπτικωτάτη από όλας· διότι οι Πελοποννήσιοι, περιμένοντες πάντοτε παρά της Λέσβου ειδήσεις περί των πλοίων των, τα οποία, ως επίστευαν, είχον ήδη φθάσει εκεί, διέτρεξαν όλην σχεδόν την χώραν λεηλατούντες αυτήν. Αλλ' επειδή η προσδοκία εκείνη απέβαινε ματαία και τα τρόφιμα είχαν τελειώσει, ανεχώρησαν και διελύθησαν κατά πόλεις.

Τέλος η αλήθεια ανεκαλύφθη. Εις την πρώτην μου ανίχνευσιν ελογάριασα πεντήκοντα δύο βήματα μέχρι της στιγμής της πτώσεώς μου. Θα ήμην τότε εις απόστασιν ενός ή δύο βημάτων από το κουρελάκι και είχα τελειώσει σχεδόν όλον τον γύρον του υπογείου.

Επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η Λίγεια ήτο σώα, ότι ούτε η φυλακή, ούτε ο θάνατος εις την κονίστραν την ηπείλουν πλέον, ότι τα δεινά της είχον τελειώσει και ότι θα την ωδήγει εις τον οίκον του διά να μη χωρισθή πλέον αυτής. Τω εφαίνετο ότι εκεί ανέτειλε μία νέα ζωή μάλλον παρά η πραγματικότης.

Σου ομολογώ, κύριέ μου, ότι έμεινα εκστατικός να ιδώ ένα θησαυρόν τόσον πλούσιον, που είνε αδύνατον να σου τον διηγηθώ και αν εγώ ήθελα ζήσει χίλιους χρόνους, και αν εξόδευα καθώς ξοδεύω κατά το παρόν, ακόμη δεν ήθελε τελειώσει.

Ο Ρουσκάδ εις τον ίδιον καιρόν της εφανέρωσε και αυτός το όνομά του, και εδιηγήθη το συμβεβηκός του με την έλαφον. Δεν είχεν αυτός ακόμη τελειώσει την ιστορίαν του, και ιδού βλέπουν άνθρωπον μεσιακής ηλικίας καβαλλάρην που βιαίως έτρεχεν. Αυτός ήτον σχεδόν γυμνός, και απέρασε τόσον από σιμά τους, που η βασίλισσα τον εγνώρισε και ευθύς εφώναξεν. Ω ουρανέ, αυτός είναι ο άνδρας μου.

ΕΡΜΗΣ. Και εγώ, ω Ζευ, έχω ακούσει εις την γην πολλούς να μεμψιμοιρούν, αλλά δεν ετόλμησα να σου το είπω. Αφού όμως μόνος σου ωμίλησες, σου το λέγω. Όλοι αγανακτούν και παραπονούνται, πατέρα• και φανερά μεν δεν τολμούν να εκφράζωνται, αλλά κρυφά μουρμουρίζουν διά την εκκρεμότητα των υποθέσεων, εν ώ έπρεπε προ πολλού να έχουν τελειώσει αυταί αι υποθέσεις και να γνωρίζη έκαστος τι να κάμη.

Εξακόσιους. . . . ογδοήντα. . . . πέντε. Και ο τόνος της φωνής του ηχεί ως η ακροτελεύτιος επικήδειος φράσις: Γ α ί α ν έ χ ο ι ε λ α φ ρ ά ν. — Χίλιους οχτακόσιους εις το τρίτον! κραυγάζει την στιγμήν εκείνην, εισορμών εις την αίθουσαν παιδάριον ρακένδυτον. Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο ταλαίπωρος παις, και ράπισμα ισχυρόν ακούεται πλαταγίζον επί της παρειάς του.

Δεν είνε άλλος Θεός παρά ο Θεός· ο Ισμαήλ είνε η θυσία του Θεού». Εγώ δεν είχα καλώς τελειώσει αυτά τα λόγια, και η πόρτα ευθύς άνοιξεν. Ωχ, εδώ δεν ηξεύρω να εύρω τρόπους, που να ημπορέσω να σας περιγράψω καταλεπτώς και να ειπώ τα πράγματα που εκεί είδα.

Ο γέρος έπεσε ανάσκελα, βαρύς, σαν ένα κομμάτι πέτρα. Είχε τελειώσει. Τα πόδια του Παπα-Παρθένη τρέμανε· όλο το κορμί του σάλευε σα φυλλοκάλαμο. Το στόμα του ήτανε στεγνό και πικρό. Ένας κρύος ιδρώτας έβρεχε τα μηλίγκιά του. Τουρχότανε σα ζαλάδα, να πέση κάτω. Έκανε κουράγιο και βγήκε απ' την πόρτα.

Ο κόσμος δεν έλεγε να βγει, παρόλο που ο παπάς είχε τελειώσει τις προσευχές του, και συνέχιζε να ψάλει ιερούς ύμνους. Ήταν σαν το μακρινό μουρμούρισμα της θάλασσας, σαν το θρόισμα του δάσους το δειλινό.