United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αφού επέρασεν αρκετή ώρα, είδα και εβγήκεν ο γέρων και οι σκλάβοι· και αφού εσκέπασαν την θύραν του υπογείου με την σχάραν και αφού έρριξαν απ' επάνω χώμα, ανεχώρησαν εις το πλοίον τους· και μη βλέποντας τον νέον να έβγη μαζί τους εσυμπέρανα ότι τον άφισαν εκεί μέσα· και αφού το πλοιάριον έκαμε πανιά και απεμακρύνθη αρκετά, εγώ περίεργος να ιδώ τι ήτον εκείνο το φαινόμενον, κατέβην από τα δένδρον, επήγα εις εκείνο το μέρος έβγαλα το χώμα, άνοιξα μίαν σιδηράν θύραν και βλέποντας μίαν σκάλαν έως είκοσι σκαλίδια, κατέβην έως κάτω και εκεί βλέπω ένα υπόγειον εύμορφα κατασκευασμένον με θόλον και καμάρες, φωτισμένον με διαφόρους λύχνους και λαμπάδας, στρωμένον με ωραίους τάπητας και μαξιλάρια και τον νέον εκείνον καθήμενον με ένα βιβλίον εις τας χείρας ο οποίος ως με είδεν εφοβήθη.

Επειδή δε δύο βήματα αντιστοιχούν προς μίαν υάρδαν, συνεπέρανα ότι το μπουντρούμι είχε περιφέρειαν πεντήκοντα υαρδών. Εν τούτοις επειδή εύρον πολλάς γωνίας εις τον τοίχον δεν ημπορούσα να σχιματίσω σαφή γνώμην περί του σχήματος του υπογείου, διότι δεν ημπορούσα ν' αμφιβάλλω επί πλέον ότι τούτο ήτο κρύπτη. Απέδιδα ολίγον ενδιαφέρον και βεβαίως ουδεμίαν ελπίδα εις τας ερεύνας αυτάς.

Πλησίον του υπογείου, του κατέχοντος το κέντρον του περιβόλου, ήναψαν δάδας τινας, τας οποίας ήνωσαν εις μικράν πυράν. Μετ' ολίγον το πλήθος ήρχισε να ψάλλη κατ' αρχάς με χαμηλήν φωνήν, είτα επί μάλλον και μάλλον μεγαλοφώνως, ένα ύμνον παράδοξον. Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ήτις διέχυσεν εις όλον το κοιμητήριον ερυθράν λάμψιν, η οποία κατέστησεν ωχρόν το φως των φανών.

Ποιο να νικήση να πάρη τη θέση ταλλονού. Από τα τραβήγματα, από τον πολύ σαματά, από το μεγάλο βάρος, κρακ! κάνει απάνουθε και σπα η σκάλα. Γκρεμίζονται τώνα πάνω στάλλο κουβάρι, μες τη γούβα του υπογείου. Φωνές, βουή, κλάματα, κακό. Αχ! αχ! ωχ! ωχ! Το χεράκι μου, το ποδαράκι μου! Εσκοτώθηκα, ετσακίστηκα! Χλαλοή μεγάλη, σαματάς τρανός. Κοσμοχαλασιά. Εταράχτη ο κόσμος μέσα. Έτρεξαν όξω οι φαντάροι.

Με εξήγαγον τελευταίον και την είδα ασθενή εις την στρωμνήν της. — Ποίος είσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Ο λατόμος, εις την καλύβην του οποίου ο απόστολος Πέτρος σε εβάπτισεν, αυθέντα. Με εφυλάκισαν προ τριών ημερών και θα αποθάνω σήμερον. Ο Βινίκιος εξήλθεν εκ του υπογείου και επέστρεψεν εις το αμφιθέατρον καθήσας παραπλεύρως του Πετρωνίου, μεταξύ των Αυγουστιανών.

Ήμην προωρισμένος ν' αποθάνω της πείνης εις τον κόσμον του υπογείου σκότους; Ή μήπως άλλη τις τύχη τρομερωτέρα μου επεφυλάσσετο; Ότι το τέρμα ήτο ο θάνατος και ότι ο θάνατος αυτός ήτο τόσον σκληρός, ώστε να υπερβαίνη τα όρια του συνήθους, αυτό το είχα αντιληφθή, όπως και διά τον χαρακτήρα των δικαστών μου δεν μου επετρέπετο ν' αμφιβάλλω.

Τέλος η αλήθεια ανεκαλύφθη. Εις την πρώτην μου ανίχνευσιν ελογάριασα πεντήκοντα δύο βήματα μέχρι της στιγμής της πτώσεώς μου. Θα ήμην τότε εις απόστασιν ενός ή δύο βημάτων από το κουρελάκι και είχα τελειώσει σχεδόν όλον τον γύρον του υπογείου.

Εις τα βάθη υπογείου τινός της οδού Καλαμιώτου, οπού τα κρεοπωλεία και οπωροπωλεία ήσαν πλουσιώτατα και θαυμασίως εστολισμένα, ηκούοντο άσματα μεθυόντων, οίτινες εις μάτην εδοκίμαζον να ψάλλουν και το «Η γέννησίς σου» καταλήγοντες πάντοτε εις το «Χριστός ανέστη». Ενώ δύο άλλοι γέροντες απόμαχοι, παρακάτω, κύπτοντες εις έν παράθυρον, ανεζήτουν τον φίλον των οινοπώλην, να τους ανοίξη· και μη βλέποντες αυτόν, ηρίθμουν από του παραθύρου, τα εν τω υπογείω βαρέλια, υπό τι φως λυχναρίου, φαινόμενα, εκεί κάτω, ως εν τω βυθώ της θαλάσσης κήτη, βόσκοντα κατά σειράν, με τας μεγάλας κοιλίας των.

Ο Καπετάνιος όσον παρήρχετο η νυξ και επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως τόσον και εζαλίζετο από τα ποτήρια του ρητινίτου και από τον αφάνταστον ενθουσιασμόν του, ότε, αφού πλέον είχε κλείση την θύραν του οιναπωλείου του ο κυρ-Μιχάλης, και ήτο απόλυτος ησυχία εις τα βάθη εκείνα κάτω του υπογείου, οιστρηλατούμενος πλέον ο μυστηριώδης εκείνος πολέμαρχος και μέγας ονειροπόλος, συνελάμβανεν ακράτητος τον άκακον εκείνον συνομιλητήν του, και ωδήγει αυτόν επτοημένον εις ένα επικόν πόλεμον, του οποίου η τελευταία μάχη θα εδίδετο μέσα εις τας πλατείας της Πόλεως τόσον αιματηρά και τόσον καταστρεπτική, ώστε να πλεύση το μοσχάρι εις το αίμα, της οποίας το τέλος θα εκήρυττεν η ανάστασις του κοιμωμένου βασιλέως.

Ουδείς έγεινεν έκτοτε λόγος ούτε περί του Καπετάνιου αν έζη ή όχι, ούτε περί του κυρ-Μιχάλη, του μόνου εναπομείναντος πιστού, από τους τόσους, εις τα ωραία εκείνα όνειρα του Συλλόγου της Αναστάσεως, αν εύρε σειράν ή όχι μετά την κατεδάφισιν του θολωτού εκείνου υπογείου του, καθώς η κυρά-Μιχάλαινα εφοβείτο ότι θα συμβή.