United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας κάθεται υπερήφανος 'σάν βασιλεύς, μόνος! Εκεί κάθονται κουβάρι! Εκεί, κοιμώνται οι 'μισοί, και όταν σταματήση ο καπνόν αποπνέων Δράκων, κατεβαίνουν έξω και πηγαίνουν τον δρόμον των! Αι Σκέψεις πηγαίνουν έξω εις τον κόσμονΚαι εγέλα. — Εκεί κατρακυλά πάλιν μία χιονοστιβάςείπαν κάτω μέσα εις την κοιλάδα.

Μα ο κλησιάρχηςαλήθεια, σβέλτος κι' άξιος κλησιάρχης, φωτιά μοναχή, — του είπεν: «Από κει, παρακαλώ». Και τον έστειλε κατά το μέρος που στέκουνται οι άνδρες. Γιατί στον Άη Διονύσιο, καθώς ξέρετε, δεξιά στέκουνται η γυναίκες και αριστερά οι άνδρες. Αν καιτα ύστερα γεμίζει η εκκλησία και γίνονται όλοι ένα, άνδρες και γυναίκες, ένα σωρόκουβάρι.

Ή μην ήθελαν να κάμη έτσι το χέρι του και να τον κατεβάση σωρόκουβάρι από το ψήλωμα; Ο σκοπός είνε να μη φτάση κανείς σε τέτοια. — Κύριε λέησον, μωρέ, το σταυρό σας!.. εφώναξε με λύσσα αντιπατώντας το πόδι του. — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!.. Κύριε ελέησον!.. . εβγήκε τρανταχτό απ' όλα τα στόματα του λαού. Ο φοιτητής αλαφιάστηκε σα να βρυχήθηκε θάλασσα τριγύρω του.

Ας μη μιλάμε γι’ αυτόν.» «Κι όμως, θα μιλήσουμε γι’ αυτόν», είπε η ντόνα Έστερ έντονα. «Έφις, εξήγησέ μου τις κουβέντες σου.» «Τι να σας εξηγήσω, ντόνα Έστερ; Ότι ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι;» «Α, ώστε κι εσύ το ξέρεις; Πώς το ξέρεις;» «Εγώ ήμουν ο πρώτος προξενητής.» «Ο πρώτος κι ο τελευταίος», φώναξε η Νοέμι πετώντας κάτω το γάτο σαν να ήταν κουβάρι. «Αρκετά.

Και σα θυμήθηκαν κι' οι διο, ο ένας τους το γιο του θρηνούσε, στ' Αχιλέα ομπρός τα πόδια 'να κουβάρι, 510 πικρά κι' ο άλλος έκλαιγε το γέρο του, ή και πάλι το βλάμη του, κι' οι στεναγμοί παντού τριγύρω αχούσαν.

Ποιο να νικήση να πάρη τη θέση ταλλονού. Από τα τραβήγματα, από τον πολύ σαματά, από το μεγάλο βάρος, κρακ! κάνει απάνουθε και σπα η σκάλα. Γκρεμίζονται τώνα πάνω στάλλο κουβάρι, μες τη γούβα του υπογείου. Φωνές, βουή, κλάματα, κακό. Αχ! αχ! ωχ! ωχ! Το χεράκι μου, το ποδαράκι μου! Εσκοτώθηκα, ετσακίστηκα! Χλαλοή μεγάλη, σαματάς τρανός. Κοσμοχαλασιά. Εταράχτη ο κόσμος μέσα. Έτρεξαν όξω οι φαντάροι.

Μερικά επήγαν κ' έκλεψαν μια σκάλα απ του Γερο-Θοδόση τη μάντρα παράμερα. Την έφεραν και την εστήριξαν μπρος τα τζάμια τ' ακρινού παραθυριού. Εμαζέφτηκαν όλα κ' έπεσαν κουβάρι πάνω στη σκάλα. Ποιο να πρωτανεβή να πιάση θέση. Εσφίχτηκαν, εσκαρφάλωσαν, εκρεμάστηκαν συμαζωμένα, τσουπωτά σα σταφύλια. Όσα εκρεμάστηκαν χαμηλά κάτω να βλέπουν, ετρωγόνταν, εμαλλοτραβιώνταν με τάλλα που δεν έβρισκαν θέση.

Αν ήτον κοντή και χωρίς μέση: «Τι κουβάρι είν' τούτο, μαθές; πώς δεν την εξεδίπλωσε η μάννα της; ...» Αν ήτον καμμιά ψηλή κ' άγαρμπη: «Δε σας φαίνεται σα μανάλι με τη λαμπάδα σπασμένη.... που το πάει ο μπάρμπ' Αναγνώστης μπροστά απ' τον παπά, που θα πη το «Σοφία, ορθοί»; Αν επερνούσε κανένα ψηλό υποκείμενο: «Νύχτωσε, και δεν πρόφτασε να χτίση άλλο μισό.

Μάλιστα, έπεσε στο δόκανο αλλά κατάφερε να ξεφύγει και βρισκόταν εκεί με σπασμένο πόδι και με κοίταζε με δυο μάτια σαν άνθρωπος. Του έδεσα το πόδι, αλλά μετά έκανε πυρετό. Έκαιγε μέσα στα χέρια μου σαν να ήταν ένα κουβάρι φωτιά και μετά μελάνιασε για τα καλά και ψόφησε.» Ο Έφις κάθισε μπροστά στο καλύβι κοιτάζοντας μακριά. «Τι λες» ρώτησε σοβαρά, «ο ντον Πρέντου θα με ξαναπάρει στη δούλεψή του

»Από το περιστύλιον, όπου εγκατεστάθην διά να σου γράψω, βλέπω τον γαλήνιον κόλπον μας και τον Ούρσον εις μίαν λέμβον, έτοιμον να ρίψη το δίκτυόν του εις το φωτεινόν κύμα. Πλησίον μου έχω την Λίγειαν, την γυναίκα μου, η οποία εκτυλίσσει ένα κουβάρι ερυθρού νήματος, και εις τους κήπους, υπό την σκιάν των αμυγδαλεών, ακούω τα άσματα των δούλων μας.