United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με της νειες αυτουνού του καιρού, με δημαρχίνες, νεροδίκηνες, λιμενάρχηνες, ντεληγραφιστίνες, ξέρω εγώ να χορεύω; . . . Όχι άλλο! . . . Ας είνε στερεωμένα, καλορρίζικα, παιδάκι μου . . . Τι μ' εφώναξες, Αθούσα; Με θέλεις τίποτα, Θανάση; — Μάννα, ποιος μου πήρε το πορτοφόλι μου; — Ποιο; τι είπες; — Το πορτοφόλι, που είχα τους παράδες μέσα . . . — Λείπει . . . Μου το κλέψανε, μάννα . . .

Ποιο να νικήση να πάρη τη θέση ταλλονού. Από τα τραβήγματα, από τον πολύ σαματά, από το μεγάλο βάρος, κρακ! κάνει απάνουθε και σπα η σκάλα. Γκρεμίζονται τώνα πάνω στάλλο κουβάρι, μες τη γούβα του υπογείου. Φωνές, βουή, κλάματα, κακό. Αχ! αχ! ωχ! ωχ! Το χεράκι μου, το ποδαράκι μου! Εσκοτώθηκα, ετσακίστηκα! Χλαλοή μεγάλη, σαματάς τρανός. Κοσμοχαλασιά. Εταράχτη ο κόσμος μέσα. Έτρεξαν όξω οι φαντάροι.

Στη Μητρόπολη, όπου ξεφόρτωσαν τον νεκρό κι' όπου παραβρέθηκαν κι' αντιπρόσωποι της Αρχής, έγεινε σωματική έρευνα και βρέθηκαν απάνω του διακόσες τόσες λίρες κ' ένα γράμμα της γυναίκας του, κι' απ' αυτό το γράμμα γνωρίστηκε ποιος είταν ο σκοτωμένος κι' από ποιο χωριό κατάγονταν.

Σαν αποφάγαμε και πήραν οι κερές ταργόχειρό τους, κάθισε ο Φωτάκης και μου ξήγησε τους σκοπούς του, σε ποιο Σκολειό θα με βάλη, σε ποια τάξη θαρρεί, με ποιους δασκάλους ίσως, τι καλά που θα με νοιάζεται, κατά την αποθυμιά της μάννας μου που του τα είχε όλα γραμμένα, σαν παιδί του να με κοιτάζη, και με ταζημίωτο μάλιστα, γιατί δυο μετζίτια είτανε συφωνημένα να του στέλνουνται κάθε πρώτη.

Στον καιρό της λατινοκρατίας το έξοχο αυτό έργο κομματιάστηκε και το μοιράστηκαν ανάμεσα τους οι Δυτικοί. Άλλο περίτεχνο έργο, ο άμπωνας με τη μαρμαρένια του σκάλα, με την πυραμιδένια στέγη, που οχτώ πετραδοστόλιστες κολώνες τη σήκωναν. Σε ποιο μέρος του ναού είτανε στημένος ο άμπωνας δεν είναι καλά καλά γνωστό. Ίσως κατά τη μέση του ναού, προς τανατολικά.

ΟΣΡΙΚΟΣ Εννοώ, Κύριε, εις το όπλο του· όλος ο κόσμος ομο- λογεί ότι εις αυτό είναι ασύγκριτος. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίο είναι το όπλο του; ΟΣΡΙΚΟΣ Το ξίφος και η μάχαιρα. ΑΜΛΕΤΟΣ Έως τώρα έχομε δύο όπλα του· αλλά ας ήναι.

«Υποτελή, τι κάνεις εκεί; είπε ο Μόρχολτ. Και γιατί δεν κράτησες την βάρκα σου, όπως εγώ; — Υποτελή, για ποιο λόγο; απάντησε ο Τριστάνος. Ένας από τους δυο μας θα φύγη μονάχος του από δω. Δεν του φτάνει μια βάρκα;». Και οι δύο, ερεθιζόμενοι για τη μάχη με υβριστικά λόγια, ετράβηξαν μέσα στο νησί. Κανείς δεν είδε τη φοβερή μάχη.

Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. — Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. — Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.

ΙΩΝ Αλλοίμονον! ο πόνος μου ευρήκεν κι'άλλον όμοιο. ΚΡΕΟΥΣΑ Αποζητάς και συ, θαρρώ, τη μάννα σου τη δόλια. ΙΩΝ Μη μου θυμίζης θλιβερά, που θέλω να ξεχάσω. ΚΡΕΟΥΣΑ Σωπαίνω• αλλά τελείωσε αυτό που σε ρωτούσα. ΙΩΝ Ξέρεις ποιό είνε θλιβερό περσότερο απ' όσα λες; ΚΡΕΟΥΣΑ Ότι κ' εκείνη η δύστυχη το ίδιο υποφέρει; ΙΩΝ Πώς θα ειπή τάχα ο θεός, ό,τι ήθελε να κρύψη;

Ω λύσσα! τον αντίζηλον εγώ να εξυμνήσω; εγώ εις ξένον αίσθημα την λαύραν μου να βγάλω; ω! ποιο καλά 'στην λύραν μου χορδήν να μην αφήσω, παρά αυτόν τον πρόστυχον αντεραστήν να ψάλλω. Κι' η οικονόμος έτρεχε να με παρακαλή για τον πιστόν Ρωμαίον της δυο στίχους να της κάμω, ως ότου μ' εμαλάκωσαν οι λόγοι της πολύ, και τέλος απεφάσισα την χήραν να συνδράμω.