United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Του το 'δωκ' αυτοθέλητα' τι 'θελε πράξη και άλλος, αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδαις εις τον νου του, 650 παρακαλή; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται. συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια, κ' είδ' αρχηγό τον Μέντορα, 'που επήγαινε μαζή τους, είτε θεός• τον Μέντορα εκείνος ώμοιαζ' όλος. αλλ' απορώ• χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου, 655 και εις το καράβ' είχ' έμπη αυτός τότε να πάητην Πύλο».

Βγαίνει και φαίνεται σα να παρακαλή και σύγκαιρα να προστάζη τον Κύριο για να το ελεήσει. Και σε κάθε βήμα της λιτανείας βγαίνουν και σμίγουν από τα χτήματα, από τους τράφους, από τα μονοπάτια άλλοι στρατοκόποι. Βγαίνουν παιδιά, μικρομάννες, γριές και γέροι, σαλίγκαροι του χρόνου κούτσακούτσα με τα δικανίκια τους.

Ω λύσσα! τον αντίζηλον εγώ να εξυμνήσω; εγώ εις ξένον αίσθημα την λαύραν μου να βγάλω; ω! ποιο καλά 'στην λύραν μου χορδήν να μην αφήσω, παρά αυτόν τον πρόστυχον αντεραστήν να ψάλλω. Κι' η οικονόμος έτρεχε να με παρακαλή για τον πιστόν Ρωμαίον της δυο στίχους να της κάμω, ως ότου μ' εμαλάκωσαν οι λόγοι της πολύ, και τέλος απεφάσισα την χήραν να συνδράμω.

Λοιπόν ας μη νομίση κανείς ότι, μόνον όταν περιφρονήται ο πατήρ από τα τέκνα, και η μήτηρ, ο θεός εισακούει τας ευχάς των κατά φύσιν, όταν όμως τιμάται και ευχαριστήται υπερβολικά και δι' αυτά παρακαλή ολοψύχως τους θεούς διά τα αγαθά των τέκνων του, τάχα τότε δεν πρέπει να πιστεύη ότι και αυτά εξ ίσου τα εισακούουν και τα εκτελούν Αλλά τότε δεν θα ήσαν δίκαιοι χορηγοί των αγαθών, πράγμα το οποίον ελάχιστα, νομίζω, αρμόζει εις τους θεούς.

Ήρχισε λοιπόν να παρακαλή θερμώς τον βασιλέα πατέρα της υπέρ της ζωής του δυστυχούς συζύγου της. Άπαντες δε συνεκινήθησαν και εδάκρυσαν, και πάντες εθαύμασαν την αρετήν της Χειλωνίδος. Ο δε πατήρ της Λεωνίδας τον μεν Κλεόμβροτον διέταξε να φύγη αμέσως μακράν της Σπάρτης, την δε θυγατέρα του προσεκάλεσεν εις την Σπάρτην, διά να συμμερισθή, μετ' αυτού τας τιμάς του θρόνου.

Η δυσαρέσκειά της φαίνεται σ' όλα της τα κινήματα. — Ακούς εκεί! Να μην μπορή ένας να ησυχάση, να μην είν' ελεύθερος ν' αναπαυθή γιατί εκατέβη στο κεφάλι μερικών να έρχουνται την νύχτα να τραγουδούν, χωρίς κανείς να τους παρακαλή. Αυτοί ευχαριστούνται, ρώτηξαν όμως και μένα, αν θέλω ν' ακούω; Να ταν εδώ ο Μάρκος ο ξάδελφός μου, δεν θα με πείραζε κανένας.

Μόνο να μη πηαίνωμ' ομάδη, γιατί άνε μάςε δη θα μάςε σκοτώση. Ο Μανώλης, τον οποίον δεν ετάραξεν ολιγώτερον το πράγμα, παρετήρησεν υπεράνω παρακειμένου φράκτου και διά μέσου των ελαιών διέκρινεν ένα Τούρκον κυνηγόν, ο οποίος εγέμιζε το τουφέκι του. — Ο Καουκάκης είνε, είπεν αναθαρρήσας. Και εξηκολούθησε συμπορευόμενος προς τα Λιβάδια και δεν έπαυε να την παρακαλή να φύγουν.

ΕΡΜ. Θα γείνης αφορμή να φάω ξύλο• περί τούτου είμαι βέβαιος, αλλά τι να κάμω; Όταν ένας φίλος με παρακαλή τόσον επιμόνως, μπορώ ν' αποφύγω; Αλλά να ίδης όλα τα καθέκαστα ακριβώς είνε αδύνατον, Χάρων• διότι αυτό θ' απαιτούσε χρονοτριβήν πολλών ετών και εγώ έπειτα θα κηρυχθώ λιποτάκτης.

ΜΕΝ. Θα σου κάμω και αυτήν την χάριν διότι τι να κάμη κανείς όταν φίλος άνθρωπος τον παρακαλή; Λοιπόν θα σου ομιλήσω πρώτα περί της αποφάσεώς μου και της αφορμής της καθόδου μου.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Μεγαλειότατε και Μεγαλειοτάτη, ως είμασθετην φοβερήν σας εξουσίαν, δύναται 'ς ό,τι θέλ' η σεβαστή σας χάρις, όχι να μας παρακαλή, να μας προστάζη. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ιδού, και οι δύο την υποταγήν μας και όλον τον εαυτόν μας εις τα πόδια σας με ζήλον εθέσαμ', έτοιμοιτην κάθε προσταγήν σας. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ευχαριστώ σε Ροζενκράς, κ' ευγενικέ μου συ, Γυιλδενστέρνη.