United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καμιά. — Σωστά. Η τεμπελιά κατεβάζει σοφία. — Ναι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήτανε κλασσικοί τεμπέληδες. Ο φορτωμένος με το βάρος του σχοινιού ναύτης έφυγε φωνάζοντας: «Ε, ίσαααα! μπρόοοοςκι' ο Ρένας στο μισοσκόταδο του υποφράγματος αισθάνθηκε κάτι σαν υγρασία. Τινάχθηκε λίγο λέγοντας: — Μπα! Είναι η δυσαρέσκεια που φέρνει το σίδερο και το σκοτάδι του υποφράγματος.

Αλλ' ακόμη και τώρα έχετε καιρόν να μας διακηρύξετε, αν ημπορήτε να ειπήτε ότι το καλόν είναι άλλο τίποτε παρά η ευχαρίστησις, ή το κακόν ότι είναι άλλο τίποτε παρά η δυσαρέσκεια, ή σας είναι αρκετόν το να περάσετε την ζωήν σας ευχαρίστως χωρίς δυσαρεσκείας; Αν δε σας είναι αρκετόν και δεν έχετε να ειπήτε ότι είναι καλόν ή κακόν, κανέν άλλο, το οποίον να μη τελειώνη εις αυτά τα δύο, τότε ακούσατε την συνέχειαν τούτου, διότι εγώ σας λέγω, ότι αφ' ου τούτο είναι έτσι, η ομιλία γίνεται γελοία, όταν λέγετε, ότι πολλές φορές ο άνθρωπος, εν ώ γνωρίζει τα κακά ότι είναι κακά, όμως τα κάμνει, εν ώ ημπορεί να μη τα κάμνη, συρόμενος και ζαλιζόμενος από τας ευχαριστήσεις· και όταν πάλιν λέγετε ότι, εν ώ γνωρίζει ο άνθρωπος τα καλά, δεν θέλει να τα κάμνη, εξ αιτίας των στιγμιαίων ευχαριστήσεων, επειδή νικάται από αυτάς.

Διατί και πόθεν η δριμεία αύτη δήλωσις; Εμαρτύρει βεβαίως δυσαρέσκειαν, αλλά προήρχετο η δυσαρέσκεια εκ των πολλών όσα ο φίλος του είπε περί της μεγάλης αδελφής, ή μάλλον εκ της παντελούς πρότερον σιωπής και εκ της σημερινής του φειδωλίας εις το να ομιλή περί της μικράς; Τούτο ίσως ουδαμώς εγνώριζε και ο ίδιος, αλλ' όπως δήποτε ήτο δυσηρεστημένος, την δε δυσαρέσκειαν εμαρτύρουν και οι λόγοι και ο τρόπος με τον οποίον τους έλεγε.

Έμεινε ως τις οκτώ, ενώ ο θυμός του και η δυσαρέσκειά του όλο κι' εμεγάλωναν· ήρθαν να βάλουν τραπέζι και πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι του. Ο Αλβέρτος τον προσκάλεσε να μείνη, αλλ' αυτός παίρνοντας αυτήν την πρόσκληση για μια ασήμαντη ευγένεια τον ευχαρίστησε με ψυχρότητα και βγήκε.

Θυμούμαι πως εκείνες τις μέρες η Έλσα τραγουδούσε, τραγουδούσε όπως δεν είχε τραγουδήσει ποτέ για κανέναν άλλον εξόν από μένα. Και γω καθόμουνα κι άφινα την ψυχή μου να τη χαδεύουν οι τόνοι, ενώ μέσα μου με βασάνιζε ο στοχασμός, πώς είτανε δυνατό ποτέ να χωρέση αναμεταξύ μας δυσαρέσκεια. Πώς περνούσαν οι μέρες δεν το ξέρω.

Το βράδυ ένας βίαιος παροξυσμός της αρρώστιας του τον εξουθένωσε: ο πόνος τού πήρε τη μιλιά και την ακοή, είδε όμως τον ντον Πρέντου να κοιτάζει τη Νοέμι με δυσαρέσκεια, επειδή ο γάμος είχε οριστεί για την άλλη μέρα και εάν εκείνος πέθαινε θα έφερνε γρουσουζιά στους παντρεμένους ή θα τους ανάγκαζε να αναβάλουν για μιαν άλλη μέρα το γάμο.

Γιατί να μην είνε κι' αυτός άξιος; δεν ήβλεπένε πώς ξέρει και ζη ο κόσμος; Και τον εγρίνιαζε, τον εμουρμούριζε αδιάκοπα! Εκείνος όμως εκατάπινε με υπομονή και χωρίς να δείχνη τη δυσαρέσκεια και την πίκρα που εδοκίμαζε. Υπόφερε πολύ ο φτωχός και μάλιστα που δεν εννοούσε να μιλήση, να ξεθυμάνη.

Και δεν είπε μεν τίποτε, αλλ' έδειξε την δυσαρέσκειάν του με την κατηφή απροθυμίαν με την οποίαν εξετέλει την εργασίαν που του ανέθηκεν ο Σαϊτονικολής, να συγκομίζη πέτρας και άλλα υλικά διά την οικοδομήν της μελλούσης κατοικίας του. Η δυσαρέσκειά του δ' εξεθύμαινεν εις την ράχην του ημιόνου, με τον οποίον μετεκόμιζε τας πέτρας εκ του λατομείου.

Η δυσαρέσκειά της φαίνεται σ' όλα της τα κινήματα. — Ακούς εκεί! Να μην μπορή ένας να ησυχάση, να μην είν' ελεύθερος ν' αναπαυθή γιατί εκατέβη στο κεφάλι μερικών να έρχουνται την νύχτα να τραγουδούν, χωρίς κανείς να τους παρακαλή. Αυτοί ευχαριστούνται, ρώτηξαν όμως και μένα, αν θέλω ν' ακούω; Να ταν εδώ ο Μάρκος ο ξάδελφός μου, δεν θα με πείραζε κανένας.

Είναι το μοναδικό σημάδι, που την κρατεί σε συνάφεια με τον πολιτισμένον άνθρωπο. Aλλ' απέδειξα τάχα τη θεωρία μου προς ευχαρίστησή σου; ΚΥΡΙΛΛΟΣ. — Την απόδειξες προς μεγάλη μου δυσαρέσκεια κι αυτό είναι καλύτερο.