United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αφού οι τόνοι της θείας ταύτης προσευχής εσίγησαν, ο Ιησούς εξήλθε συν τοις μαθηταίς Αυτού πέραν του Χειμάρρου των Κέδρων, όπου ην κήπος, εις ον εισήλθεν Αυτός και οι μαθηταί Αυτού. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΖ'. Γεθσημανή. — Η Αγωνία και η Σύλληψις

Από εκείνο το βάθος προερχόμενοι πένθιμοι τόνοι ακούονται και εις αυτήν ακόμη την αλλόκοτον, τραχείαν, απρεπή και άσπλαχνον ομιλίαν του προς τον Πολώνιον, προς τον οποίον φέρεται τόσον σκληρώς διά να απομακρύνη το ταχύτερον από σιμά του έναν ποταπόν υπηρέτην και μωρόν κατάσκοπον του Βασιλέως· αλλά ο μελαγχολικός ρυθμός λαμβάνει όλην την έντασιν, όταν το γενναίον αίσθημα της νεανικής φιλίας προς τους δύο συμμαθητάς του ανοίγει την καρδίαν του και τον αναγκάζει να αποβάλη διά μίαν στιγμήν την προσποιητήν παραφροσύνην και να εικονίση με τα ζωντανότερα χρώματα την κατάστασιν μιας ψυχής, εις την οποίαν ο ενθουσιασμός διά το Ωραίον και το Αγαθόν εσβύσθη, ενέκρωσεν η πίστις εις τον υψηλόν προορισμόν του ανθρώπου, ώστε ο κόσμος δι' αυτόν είναι πνιγηρά φυλακή και η πλάσις όλη παρουσιάζεται ως άρνησις της Τάξεως, του Ωραίου και του Αγαθού.

κύριοι, λοιπόν, και τελικοί είνε οι αναγκαίοι τόνοι του στίχου. Εις μίαν μόνην περίστασιν έχομεν την άδειαν να αμελήσωμεν τον τελικόν τόνον, ως το των τυράννων αναστε- νάξη η ψυχή σας. αλλά η αιτία είνε εμφανής· η διακοπή και η σημασία της λέξεως το συγχωρούσιν.

Θυμούμαι πως εκείνες τις μέρες η Έλσα τραγουδούσε, τραγουδούσε όπως δεν είχε τραγουδήσει ποτέ για κανέναν άλλον εξόν από μένα. Και γω καθόμουνα κι άφινα την ψυχή μου να τη χαδεύουν οι τόνοι, ενώ μέσα μου με βασάνιζε ο στοχασμός, πώς είτανε δυνατό ποτέ να χωρέση αναμεταξύ μας δυσαρέσκεια. Πώς περνούσαν οι μέρες δεν το ξέρω.

Και πάλιν οι ωραίοι τόνοι και όλη η μουσική και οι λόγοι και αι διηγήσεις το ίδιον αποτέλεσμα φέρουν, ώστε, εάν αποκριθώμεν εις τον θρασύν εκείνον άνθρωπον «Καλέ παλικαρά μου, ωραίον είναι το ευχάριστον εις την ακοήν και την όρασιν», δεν φρονείς ότι αυτός θα σταματήση την θρασύτητά του; Ιππίας. Εγώ τουλάχιστον τόρα, Σωκράτη μου, νομίζω ότι καλά ορίζομεν τι είναι το ωραίον. Σωκράτης.

Έφεβγαν οι στεριές στο πλάι μας, έφεβγε απάνουθέ μας το φεγγάρι. Όλα έφεβγαν χόρεβαν ισκιωμένα πάνω στη στεριά, ξεμάκρεναν φανταχτερά μέσα στα πέλαγα. Άπλωναν πάνω στα γαληνεμένα τα νερά νανουριστοί του μαντολίνου οι τόνοι. Έσμιγαν τολόγλυκο τραγούδι του τελωνοφύλακα· έσμιγαν το βαθύ της νύχτας το μυστήριο· έσμιγαν τη γαλήνη γύρω τη φεγγαροφώτιστη.

Άμα σβήσανε οι τελευταίοι τόνοι, χύθηκε σιωπή στην κάμαρα, μια σιωπή όμως επίσημη. Η γυναίκα μου σηκώθηκε κ' έκλεισε το πιάνο. — Δεν μπορώ πια σήμερα, είπε για δικαιολογία. Μας κοίταξε όμως όλους κ' εννόησε ποια χαρά μας έδωσε. Το πρόσωπό της έλαμψε, πέρασε κοντά μου και πήγε στα παιδιά και τα πήρε κ' έσφιξε στους ώμους της τα κεφάλια τους. — Ευχαριστήστε το μικρό αδερφό, είπε. Αυτός με βοήθησε.

Σιγά σιγά τότες χάθηκαν και τα μακρά και τα βραχιά φωνήεντα, και πήραν οι τόνοι τον τόπο τους, καθώς παρατηρούμε κι από τα εκκλησιαστικά μας άσματα κι από το δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Ας δούμε τώρα τι λογής λεχτικές αλλαγές παρατηρούνται στον έχτον αιώνα· να σημειώσουμε όμως πάλι πρώτα πως αν η γλώσσα του τόπου είταν τα ελληνικά, δηλαδή η κοινή, επίσημη γλώσσα είταν η λατινική.

Το απόγεμα βγήκε όξω στον κήπο και την άκουσα που τραγουδούσε μόνη κάτω από τα παράθυρά μου με λαγαρή, ολόδροση φωνή. Έπειτα από λίγη ώρα ήρθε μέσα μ' ένα μπουκέτο αγριολούλουδα, όπου η καλοκαιρινή χλωρίδα έσμιγε όπως σμίγουν οι τόνοι σ' ένα τραγούδι. Τα έβαλε αμίλητη απάνω στο τραπέζι μου και χαμογέλασε σιωπηλά, για να μη μ' ενοχλήση στην εργασία μου.