United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


... Δίπλα μας κει κοντά, πάνω απ το κεφάλι μας, στις χλωρασιές ντυμένο, καταπράσινο εκρεμόταν το πανώριο το νησάκι μας. Πάνω στα κρεμαστά τα βράχια του, έχασκαν οι ρειπωμένες τάπιες του χαλασμένου κάστρου, ντυμένες κι αφτές στην καρπερή την κάπαρη, που βλάστιζε άφτονη στους τοίχους, με τους πεντάπυκνους κισούς.

Μετά νόμιζε ότι θα ήταν ελεύθερος, θα κουβαλούσε μόνο το δικό του φορτίο με υπομονή, μέχρι το θάνατό του. Το πρώτο βράδυ διανυκτέρευσε σ’ ένα οδικό φυλάκιο της κοιλάδας, αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Η νύχτα ήταν διαυγής και γλυκιά. Στον λευκό ουρανό πάνω από την κοιλάδα, που την έκλειναν στήλες από βράχια, κρεμόταν το φεγγάρι σαν χρυσή λάμπα από το θόλο ενός ναού.

Κλεισμένοςτο χαρέμι Τ' ακούει ο Σουλτάν Μαχμούτ και ρυάζεται και τρέμει, Και τα πυκνά τα γένεια του τινάζει με λαχτάρα. Φωτιά, προστάζει και σφαγή και γύμνια και τρομάρα! Φεύγουν οι δόλιοι χριστιανοί πώς φεύγουν τα πουλιά, Όταν θολούρα τα βαρεί αλάργα απ' τη φωληά, Και μέσ' 'ςερμιαίς βαθειαίς γυρνούν και κρύβονται 'ςτά βράχια. Οι κάμποι μένουν έρημοι, καίγονται χόρτα αστάχυα.

Ο Δάφνης όμως κ' η Χλόη εβασανίστηκαν πολύ ίσαμε τη νύχτα για να περιμαζεύουν τα γίδια και τα πρόβατα. Επειδή φοβισμένα από το λυκοτόμαρο και τρομαγμένα από τα γαυγίσματα των σκυλιών, άλλα σκαρφάλωσαν στα βράχια κι' άλλα έτρεξαν ίσαμε κάτου στη θάλασσα.

Και τα πήρε ένα παράπονο, γιατί τώρα μετανοούσαν που το μαρτύρησαν στον βασιλιά. Τότε το κυπαρρίσι ρώτησε ένα συννεφάκι κόκκινο που περνούσε δίπλα του: — Μην είδες το βασιλόπουλο; Και το συννεφάκι του αποκρίθηκε: — Το είδα που περνούσε ένα άγριο ποτάμι. Και τα νερά του ποταμιύυ γινήκανε πιο κόκκινα από μένα. Και σαν επέρασε το ποτάμι, πήρε πάλι τα βράχια και τα γκρεμνά.

Οι πλειότεροι απ' τα Γιάννινα ηύραν εδώ κρυψώνα· Εδώ τον πρώτο πέρασαν του χαλασμού χειμώνα. Εδώ ο Κώστας έφερε κι' αυτός την φαμηλιά του, Τη μάνα, τον πατέρα του, τη Λένη τα παιδιά του. Εδώ κ' εγώ 'γεννήθηκα, εδώ τον ήλιο είδα, Αυτά τα βράχια τα 'ψηλά έχω εγώ πατρίδα.

Απλωσιά χορτάρι καταμεσή στα κρεμαστά εκείνα τα βράχια, και μονοπάτι αποκάτου ως είκοσι πόδια βάθος.

Ταχυά η φουρτούνα ησύχασε, τα κύματα μερέψαν, Και οι ψαράδες πώρριχναν 'ςτο πέλαγο ταις βάρκαις, 'Στ' ακρογιαλιού τα χώματα και μέσ' στα βράχια βρίσκουν Παραρριγμένα δυο κορμιά, και σφιχταγκαλιασμένα. Σήμερα γιορτή μεγάλη, σήμερα Λαμπρή. Σφάζουν σήμερα και ψένουν φυλαγμέν' αρνιά. Ράβουνε καινούργια ρούχα και στολίζονται· Κι' όθε απαντηθούν φιλιούνται και αγκαλιάζονται.

Ω, πόση νοιώθη αλάφρωσι ο πεζοδρόμος πόση 'Σάν από βράχια και βουνά και λαγκαδιαίς γλυτώση. Καιτο μικρό καλύβι του το βράδυ-βράδυ φθάση! Κι' ο άνθρωπος, ταξειδευτής του κόσμου, 'σάν περάση Ταις τόσαις του κακοτοπιαίς, τα τόσα του τα πάθηα, Ω, πόση βρίσκει αλάφρωσιτης Εκκλησιάς τα βάθηα 'Στά βάθηα του μοναστηριού! Ω, πόση η πονεμένη Ψυχή βρίσκει ανάπαυσιεσένα αφιερωμένη, Θρησκεία!

Ούτε φύλλο εσάλεβε στο νησάκι πάνω, ούτε πνοή εφυσούσε μέσα στο στένωμα. Αζάρωτο ποτάμι μαγικό, εγλυκοκοιμώταν μες τ' αθώρητα τα βάθη του τα μυστικά, περικλεισμένο γύρωθε ανάμεσα στα βράχια του νησιού και της στεριάς τις ξέρες.