United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχασκαν τα οδοντωτά μπεντένια τους ψηλά, μες τα γαλάζια χρώματα του ουρανού καλοζωγραφημένα και ομορφοπελέκητα, σα δόντια πριονιού αριά που εκρέμονταν στα ύψη απειλητικά. Ξερολειχήνες και άλλα αμωροχόρταρα, αλάθητα σημάδια του παλιού καιρού, της γέρικης ζωής του κάστρου, ανάδοναν κ' εβλάστιζαν στερεμένα στους τοίχους ψηλά, ανάμεσα στις πέτρες σφηνωμένα.

Ξύπνησε, μικρομάννα, το παιδί σου και κλαίει· ξύπνησε! Γύρισε στο δωμάτιο μ' αποστροφή. Η μοναξιά του φαίνονταν μεγαλείτερη και πιο αβάσταγη τώρα. Έρριξε τα μάτια στο μετόχι του κι ανατρίχιασε. Το σκαμμένο χώμα ασπρολόγαε. Ανάμεσα στους σωρούς, τα χαντάκια έχασκαν σαν τάφοι ορθάνοιχτοι. Από πάνω τους ανάδευαν τα σκοτάδια με σιγαλό και κρύο ανάδεμα.

Και όμως ούτε τ' αγριεμένα κύματα που έχασκαν να μας καταπιούν, ούτε οι ατμοί που μας εστράβωναν, ούτε η παγωνιά που έπηζε το αίμα στις φλέβες, μας εβασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε ζωντανή μέσα μας και αλυχτούσε κ' έσχιζε με τα νύχια ίδια τα κρέατά της. Θεόστραβη, μωρέ, η πείνα εθέριζε τα σωθηκά!

Απάνωθε ψηλά στης τάπιας της μεγάλης τα μπεντένια, μες από τα οδοντωτά τα ανοίγματα που έχασκαν πάλι τραχιά και φοβερά ταπόμαχα κανόνια, άλλοι σκοποί εκεί επρόβαναν κάθε τόσο το κεφάλι τους ψηλά πάνω στους βαρυθέμελους τους τοίχους, κ' έπαιρναν ξενιασμένοι το σουλάτσο τους και αφτοί.

... Δίπλα μας κει κοντά, πάνω απ το κεφάλι μας, στις χλωρασιές ντυμένο, καταπράσινο εκρεμόταν το πανώριο το νησάκι μας. Πάνω στα κρεμαστά τα βράχια του, έχασκαν οι ρειπωμένες τάπιες του χαλασμένου κάστρου, ντυμένες κι αφτές στην καρπερή την κάπαρη, που βλάστιζε άφτονη στους τοίχους, με τους πεντάπυκνους κισούς.

Τα μάτια χωμένα μέσα στα πυκνά ματόφρυδα, έχασκαν άσπρα και άφωτα σαν σαλιγκάρια. Όσο για το μπάρκο το μισό είχεν απομείνει. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, ούτε ξάρτια, ούτε πανιά είχεν ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το όκιο έχασκε πάντα σαν διψασμένος Τάνταλος! Στο θέαμα εκείνο είπαμε όλοι να παραιτήσουμε τον ανώφελον αγώνα. Μα η φιλοτιμία μάς εσυγκρατούσε.

Και η φωνή από το μπάρκο, συντροφιασμένη το ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοβόγγισμα, πλέον δυνατή και αναμπαίχτρα εξαναδευτέρωσε: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!... Τότε δεν ξεύρω κ' εγώ τι μας έπιασε· δεν θυμούμαι πώς μας ήρθε. Ο «Σωτήρας» άξαφνα μου εφάνηκε κακότροπο τέρας και τα πανιά του σαν χείλη πλατύτατα που έχασκαν κ' επεριγελούσαν τη θλιβερή μας μοίρα.