United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως ούτε τ' αγριεμένα κύματα που έχασκαν να μας καταπιούν, ούτε οι ατμοί που μας εστράβωναν, ούτε η παγωνιά που έπηζε το αίμα στις φλέβες, μας εβασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε ζωντανή μέσα μας και αλυχτούσε κ' έσχιζε με τα νύχια ίδια τα κρέατά της. Θεόστραβη, μωρέ, η πείνα εθέριζε τα σωθηκά!

Και το Δαιμόνιου προσθέτει ακόμη: — Είδες τους καρπούς, αλλά δεν είδες τας ρίζας του δένδρου, πόσον παραδόξως λιπαίνουσι το έδαφος. Και έδειξε προς εμέ Γεωργόν, όστις έσπειρε με την μίαν χείρα, και με τας δύο ταυτοχρόνως εθέριζε. — Ναι, λέγω· γόνιμον το έδαφος πρέπει να καθιστά αυτό το δένδρον. Και λέγω προς τον Γεωργόν: — Άνθρωπε, τυχηρέ και ευτυχή· σπείρεις βλέπω ολίγα, αλλά θερίζεις πολλά.

Πατάει πρόθυμα τη χρυσή βούλα του ο βασιλιάς στη θανατική απόφασι. Τότε του διηγήται ο λαός το κάμωμα του βασιλόπουλου. Κακή χολέρα εθέριζε τα περίχωρα και είχε κάθαρσι η πόλις. Όμως το βασιλόπουλο, τυφλό στον θρίαμβό του δεν επρόσμεινε πρώτα να καθαρισθή μα ήρθε γραμμή στο παλάτι. Ίσως έφερε την αρρώστια και μέσα στα σπίτια του. — Ευχαριστώ! λέγει ο βασιλιάς δακρύζοντας.

Αλλ' ενώ η υπό του ορεστείου μήλου αναφθείσα πυρκαϊά εθέριζε τα σπλάγχνα του αθλίου, ο χυμός του ετέρου, δι' ου είχε το μάρμαρον ποτισθή, εθαυματούργει κακείνος και εμάλασσε τον λίθον.

Τον εθέριζε άγρια πείνα Και δεν έχει άλλο ψωμί... 'Σ το σακκί του μέν' η σφήνα Τ' Αστραπόγιανου ξερή. 'Σ ταχαμνά τα δάχτυλά του Την επήρε μια φορά.. Θολωμέν' είν' η ματιά του Και τα χείλη του ανοιχτά. Όλος έτρεμε... 'ς το στόμα Την εζύγωσε σκιαχτά... Δεν αμάρτησε, όχι, ακόμα... Αναστέναξε βαρειά. Με μιας τώφυγ' ένα δάκρυ, Την εφίλησε γλυκά, Καιτον κόρφο σε μιαν άκρη Την εγώνιασε βαθειά.