United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα όσα είχα υποφέρει, ορθωθήκανε μέσα μου, σα να θέλανε να με πνίξουν και το αιστάνθηκα σα θρίαμβο πως την έκαμα και πόνεσε. — Φύγε, μου είπε, φύγε από με. Τι ήθελες ναρθής σε με διόλου; Δεν έκλαιγε όταν έφυγε. Όμως μέσα στο θυμό μου αιστάνθηκα πως της έδωσα με ταστόχαστα λόγια μου τόσο μεγάλη θλίψη, όση δεν αιστάνθηκα ούτε θα αιστανθώ ποτέ ο ίδιος.

Η Ελπίδα έλεγε το μυρολόι της σιγά και ταπεινά, σα βρυσούλα που κλαίει την ερμιά της μέσ' στο δάσος. Τα λόγια της ήταν απλά και συνειθισμένα· μα τους έδινε τέτοιο αίσθημα η λαλιά της που τάκανε ουρανοκατέβατα. Ο πόνος πάλαιβε με το πάθος και το πάθος με το θρίαμβο μέσα τους.

Μου φαίνονταν πως κι' η δική μου η ψυχή, ψηλά εκεί μεγάλονε και ψήλωνε με το γαλάζιο σύμβολο μιας υπερήφανης στιγμής, και γίνουνταν αγνή και ώμορφη και νέα και αναγεννημένη πάλι και ξαναβαφτισμένη μέσα εις του παιδιού μου τη χαρά, τη νίκη και το θρίαμβο... Και χθες, Μαρία, κάθε κλαδί αγριεληάς της Άλτεως, κάθε στεφάνι απ' αυτά εδώ, ήταν για μένα σύμβολο του μεγαλείου του δικού σου, αλλά και ταπείνωσις και εντροπή δική μου.

Το αληθινό αυτό της κοιλιάς πανηγύρι, το θρίαμβο αυτό των θεοκοίληδων το έχουνε οι χωριανοί όλο το φθινόπωρο, πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο έως το τέλος. Κακοστομαχιά δε ξέρουν τι θα πη οι σιδερένοι άνθρωποι αυτοί και στο τέλος του γλεντιού, σαν να είνε στην αρχή του. Ο γέρω Μαρούπας εφρόντισε· να γλεντίσουν καλά οι φίλοι του.

Μαζί του αγωνίστηκε το μεγάλο αγώνα του λυτρωμού, και μαζί του απόλαψε τη χαρά και τη δόξα που φέρνει πάντα η νίκη. Φυσικά όμως δεν έμενε κ' ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα. Θες από τον άντρα, θες από τα παιδιά της επερίμενε τον τελειωτικό θρίαμβο. Και τον περίμενε ανυπόμονα. Πάντα όμως δεν έδινε τόση βάση στα λόγια του μικρού. Η παιδιάτικη υπόσχεσή του την συγκινούσε, αλλά δεν την έπειθε.

Είχε ένα ακατάπαυστο μίσος για μένα και δεν έχανε ευκαιρία να το δείχνει. Τώρα που με είχε στο έλεός του, ήξερα ότι δεν θα έδειχνε οίκτο, και βέβαια είχα δίκιο. Τρελός από θρίαμβο και μανία, ήρθε στην φυλακή μου και μου ξέσχισε το δεξί μου μάτι. Έτσι το έχασα. Ο καταδιώκτης μου όμως δεν σταμάτησε εκεί.

Πατάει πρόθυμα τη χρυσή βούλα του ο βασιλιάς στη θανατική απόφασι. Τότε του διηγήται ο λαός το κάμωμα του βασιλόπουλου. Κακή χολέρα εθέριζε τα περίχωρα και είχε κάθαρσι η πόλις. Όμως το βασιλόπουλο, τυφλό στον θρίαμβό του δεν επρόσμεινε πρώτα να καθαρισθή μα ήρθε γραμμή στο παλάτι. Ίσως έφερε την αρρώστια και μέσα στα σπίτια του. — Ευχαριστώ! λέγει ο βασιλιάς δακρύζοντας.

Μον να δεχθούν τους Ποντικούς στα βάθη να τους ρίξουν, Και σέροντάς τους στα νερά με θρίαμβο να πνίξουν, Πρώτος ο μέγας Χουγιατάς το άρμα του ξαμόνει, Και τον αξιότερον οχτρό χτυπάει και πληγώνει· 420 Το Λαδορρούφη πώστεκε στη μπροστινήν αράδα, Στρατιότη μεγαλόκαρδον με σπάνια αντριά κι' αξιάδα, Αυτόν αγνάντια του έχοντας ματιάζει με την πρώτη, Μες το πλευρό τον πίτυχε, και του τρυπάει το σκότι.