United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε τρανταφυλλιάς κλωνάρι Ελαλούσε έν' Αηδωνάκι, Ερωτιάρικο πουλάκι, 355 Με φωνή πολλή και χάρι. Το Γεράκι που απετάει, Και θροφή να βρη γυρεύει, Κούοντάς το ογληγορεύει, Καταπάνω του χυμάει· 360 Στα ποδάρια του τ' αρπάζει· Στον αγέρα το σηκώνει· Σ' άλλο μέρος χαμπηλόνει· Για φαγή του το τοιμάζει. Το Αηδόνι το καϋμένο, 365 Βλέποντας το θάνατό του, Προς τον άσπλαχνον οχτρό του Λέγει παραπονεμένο.

Ρεκάζει τ' αγριόγιδο, μπροστά σουράει ο τράγος, Και τρέχει ακράτητη η κοπή κι' αραδιαστή κι' ακέρια, Τρέχει και τ' αγριόγιδο με τον οχτρό του απάνω. Ζαλίζεται καμμιά βολά, ξεκόβεται από τάλλα, Και με τα ορθά του κέρατα τον σταυραετό παλεύει, Παίρνει καινούργιο απίδρομο και δύναμιν και θάρρος Και τρέχει πάλι και πηδάει και ρεκασμόν ξεσέρνει. Στερνά δειλιάζει, σταματά και ματωμένο γέρνει.

Ο Αρχαιολόγος μ' ένα ψηλό ραβδί στη θέση του «φέρτε αρμεβημάτιζε απάνου κάτου με βήμα στρατιωτικό, σα να οδηγούσε μια Μεραρχία πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν αναμμένο, τα μάτια του άγρια και τα μαλλιά του σηκωμένα, λες και βάδιζε ίσα στον οχτρό.

Και από Μπομπόλων καύκαλα στολίζουν τα κεφάλια Δεμένα οχ το πηγούνι τους για πλιότερην ασφάλια. 350 Από τα βούρλα τα στεγνά, αυτά τα παλληκάρια, Βεργιά μακριά και σουβλερά δανείζουνται κοντάρια, Και σαν απαρματόθηκαν σιμαζωχτοί πηγαίνουν· Της όχταις πιάνουν της ψηλαίς· το μάλωμ' αναμένουν. Καλνάν αγνάντια τον οχτρό με θυμομένο μάτι· 355 Σιούν τα κοντάρια φοβεροί, και από καρδιά γιομάτοι.

Μον να δεχθούν τους Ποντικούς στα βάθη να τους ρίξουν, Και σέροντάς τους στα νερά με θρίαμβο να πνίξουν, Πρώτος ο μέγας Χουγιατάς το άρμα του ξαμόνει, Και τον αξιότερον οχτρό χτυπάει και πληγώνει· 420 Το Λαδορρούφη πώστεκε στη μπροστινήν αράδα, Στρατιότη μεγαλόκαρδον με σπάνια αντριά κι' αξιάδα, Αυτόν αγνάντια του έχοντας ματιάζει με την πρώτη, Μες το πλευρό τον πίτυχε, και του τρυπάει το σκότι.

Το Γεράκι που απετάει, Και θροφή να βρη γυρεύει Κούοντάς το ογληγορεύει, Καταπάνω του χυμάει· Στα ποδάρια του τ' αρπάζει. Στον αγέρα το σηκόνει· Σ' άλλο μέρος χαμπηλόνει· Για φαγή του το τοιμάζει. Το Αηδόνι το καϋμένο, Βλέποντας το θάνατό του, Προς τον άσπλαχνον οχτρό του Λέγει παραπονεμένο. Αφινέ με έτζι να ζήσης. Μια χαψιά κορμί για σένα Είναι είδος στα χαμένα· Αλλο βρες να κυνηγήσης.

Βογγούσης πάλι ο ακράτητος με τ' αγριομένο βλέμμα Τον Κομματά εφοβέρισε χουγιάζοντάς του· τρέμα. 510 Τρέμα ανάξιε, ουτιδανέ και πριν να τ' αποσώση, Απόκοτις δοκίμασε κοντά να τον τυφλώση, Με χούφτα λάσπης νερουλής που αδραχτηκά σηκόνει Του χρει τη μούρη ολάκαιρη, τα μάτια του θαμπόνει, Κακίζει τότε ο Κομματάς και στη στιμήν εκείνη 515 Χεριάζει πέτραν έβελη, και δίχως ν' αναμείνη, Προς τον οχτρό του απανωθιό πεισματικά απολνάει, Και το μηρί του το δεξί συντρίμματα σκορπάει· Μον ο Σκουζιάρης πάραυτα τον φίλο ξεδικέται·