United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο Παύλος της είπε: — Χάρισμά σου. Κ' όταν την βαρεθής, βγάλε τη χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά σου, τρύπησέ μου την καρδιά και πάρε τη ζωή μου, να μην τη χαρή άλλος στον κόσμο. Η Παυλίνα γέλασε από χαρά για το νέο του χάρισμα και τον φίλησε στα μάτια. Έπειτα σήκωσε το μικρό της χεράκι στα μαλλιά της και δοκίμασε κρυφά με το δάκτυλο της τη μύτη της χρυσής καρφίτσας, για να ιδή αν τρυπάη καλά.

Όταν λοιπόν του διάβασε ο Σβάντε δυνατά από το βιβλίο, τονέ ρώτησε η μαμά: — Για ποιόνε λέει το βιβλίο; Κ' επειδή ο Σβεν δεν ήξερε τι ναπαντήση, ξακολούθησε η μαμά: — Για τα μεγάλα αδέρφια σου. Δεν καταλαβαίνει ο Νέννε; Νέννε λέγαμε το Σβεν. Είχε βρει τόνομα μόνος του, γιατί δεν μπορούσε να προφέρη το Σ. — Μα ταδέρφια δεν τα λένε όπως λέει το βιβλίο, δοκίμασε να πη ο Νέννε.

Τα χελιδόνια περνούσαν ασταμάτητα τριγύρω, πάνω από τα κεφάλια τους, σαν κινητή γιρλάντα από μαύρα λουλούδια, από μικρούς μαύρους σταυρούς. Οι σκιές τους έτρεχαν στο έδαφος σαν φύλλα που τα παίρνει ο άνεμος, κι εκείνος θυμήθηκε τον πόνο που δοκίμασε όταν σηκώθηκε κάτω από τον άμβωνα, και τη σκιά στο πρόσωπο της Μαγδαληνής. Αναστέναξε βαθειά. Καταλάβαινε.

Έλα μαζί μου επάνω εις την στέγην Ρούντυ! ήτο βέβαια ο πρώτος λόγος, που του είπε η γάτα και ο Ρούντυ εκατάλαβε. «Ό,τι οι άνθρωποι λέγουν για κατρακύλισμα, είναι κενή φαντασιοπληξία! δεν πέφτει κανείς, αν δεν το φοβηθή προτήτερα. Έλα εσύ, βάλε το ένα πόδι έτσι, το άλλο έτσι! Δοκίμασε με τα μπροστινά πόδια να αισθανθής καλά. Πρέπει κανείς να έχη μάτιατο κεφάλι και εύκαμπτα μέλη!

Όσον διά προθυμίαν, καλέ Σωκράτη, δεν θα μείνω οπίσω. Σωκράτης. Εμπρός λοιπόν. Και σε βεβαιώ καλά είχες αρχίσει προ ολίγου. Δοκίμασε να μιμηθής την απάντησιν, την οποίαν έδωκες περί ριζών, καθώς αυτάς ενώ είναι πολλαί τας περιέλαβες ως μίαν κατηγορίαν, ομοίως προσπάθησε να χαρακτηρίσης με μίαν λέξιν τας πολλάς επιστήμας. Θεαίτητος.

Φαντασθήτε, τι κατάρα για την κόρη ενός πάπα, δεκαπέντε χρονών, που σε τρείς μήνες δοκίμασε τη φτώχεια, τη σκλαβιά, εβιάστηκε σχεδόν κάθε μέρα, είδε την μητέρα της κομμένην στα τέσσερα, δοκίμασε την πείνα και τον πόλεμο και να πεθαίνη πανωλική στην Αφρική! Ωστόσο δεν πέθανα· αλλ' ο ευνούχος μου κι' ο μπέης μου και σχεδόν όλο το σαράι πεθάνανε.

Βογγούσης πάλι ο ακράτητος με τ' αγριομένο βλέμμα Τον Κομματά εφοβέρισε χουγιάζοντάς του· τρέμα. 510 Τρέμα ανάξιε, ουτιδανέ και πριν να τ' αποσώση, Απόκοτις δοκίμασε κοντά να τον τυφλώση, Με χούφτα λάσπης νερουλής που αδραχτηκά σηκόνει Του χρει τη μούρη ολάκαιρη, τα μάτια του θαμπόνει, Κακίζει τότε ο Κομματάς και στη στιμήν εκείνη 515 Χεριάζει πέτραν έβελη, και δίχως ν' αναμείνη, Προς τον οχτρό του απανωθιό πεισματικά απολνάει, Και το μηρί του το δεξί συντρίμματα σκορπάει· Μον ο Σκουζιάρης πάραυτα τον φίλο ξεδικέται·

Μα το παιδί με κράτησε: — Γιατί ρουχαλίζει έτσι η μαμά; είπε. Κοκκίνησε, σα να είπε κάτι που δεν έπρεπε, και δοκίμασε να γελάση χωρίς να το κατωρθώση. — Έτσι ακούγεται η πνοή του ανθρώπου όταν πεθαίνη, είπα. Το παιδί δεν έβαλε τα κλάματα. Κούνησε μόνο το κεφάλι και κοίταξε αλλού. — Το περίμενε όπως και γω, συλλογίστηκα. Και την ίδια στιγμή είδα πόσο μικρός και πόσο μεγάλος είταν ο Ούλοφ.

Εγώ με χέρια βέβαια δεν θέλω πολεμήσει Διά την κόρην, ούτ' εσέν', ούτε κανέναν άλλον· Ότι εσείς την παίρνετε, 'πού μέ την εδωσέτε. Από δε τ' άλλα, όσα μ' είν' 'ς το μαύρο το καράβι, Δεν θέλεις πάρη τίποτε χωρίς το θέλημά μου. Ει δ', έλα δα δοκίμασε, για να ιδούν και τούτοι. Ευθύς το μαύρο αίμα σου θα ρεύσ' εις το κοντάρι.

Ειδέ έλα, αν θες, δοκίμασε, για ναν να το δουν κι' εδώ όλοι... το μάβρο σου αίμα γλήγορα θα βάψει το κοντάρι