United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξαπλόνεται, γκυλίεται, Κι' αφέντης πλιο λογέται· Μόν η Αλπού, που όλο Υπόφτευε το δόλο, Σαν πόνηρη ερευνόντας, Καλά παρατηρόντας Από το ένα αυτί του Την ψεύτικη στολή του, Κι' από το γκάρισμά του Την τέλια γαϊδουριά του· Σωστά βεβαιομένη, Την είδησι προφταίνει Ευτύς του νοικοκύρι, Οπού είχε παραδείρει, Πολλά περιπατόντας, Το γάιδαρο ζητόντας Κι' οπού σαν το μαθαίνει; Τον πιάνει και τον γδαίνει, Του βάνει το σαμάρι, Και πάλε σα γομάρι Στο σπίτι του τον φέρει, Και, ως έπρεπε, τον δαίρει·

Δε στέκουν τότες, μον σκορπούν κι' οι δυνατοί Λυκιώτες 659 όλοι, σαν είδαν κι' έπεσε στη μάχη ο βασιλιάς τους· κι' αρπούν τα όπλα οι Δαναοί απ' του νεκρού τους ώμους, 663 αχτιδοβόλα χάλκινα, που σ' ένα διο συντρόφους τάδωκε του Μενοίτη ο γιος ναν του τα παν στα πλοία. 665

Κι' ο Δίας λέει της Ίριδας να τρέξει προς το κάστρο «Καιρό μη χάνεις, Ίριδα γοργή, μον τα λημέρια τα θεϊκά τώρα άφισ' τα, και πήγαινε ως στην Τροία να πεις του γέρου βασιλιά πως στο καραβοστάσι 145 να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα, μόνος, μηδ' άλλος τους κανείς μαζί του να μη σύρει.

Η Αλουπού αρπάζοντας Τη γρούδα τον τηράει, Τον αποχαιρετάει, Του λέγει· όλα καλά Τα έχεις, φίλε, εξαίρετα, Μόν ένα να πασχήσης Ακόμα ν' αποκτήσης Κυρ Κόρακα, μυαλά. Γιατί η κολακεία Μες τη φιλοτιμία Με τρόπο μας εγγίζει, Γλυκά μας γαργαλίζει, Για ταύτο μας αρέγει Σε όσα αυτή μας λέγει· Μόν όποιος να βαθύνη Είν' εύκολο να κρίνη.

Στρόθηκε ο Κρασοπατέρας. Πρώτη έγνια της ημέρας, Μον ξυπνήσηΤο ποτήρι να σφουγγίση. Και προμιού τα μάτια τρίψη, Την κοιλιά του για να νίψη Μια κανάταΟχ τον πήρο νηστικάτα. Κιαπέ ύστερα ως το βράδυ, Που να πιάκη το σκοτάδι, Το λαγήνιΟχ το χέρι δεν τ' αφίνει. Μον ρουφάει, και μόνε ζάφτει· Κι' όσο πίνει, τόσο ανάφτει. Όλο πίνειΚι' όλο γένεται καμίνι. Οχ τον πήρο δε σπαρνάει.

Μον τώρα ας κλαίμε αλάργα, κλεισμένοι μέσα εδώ. Είδ' αφτός, ότι η σκληρή του η μοίρα στο γεννημό του τούκλωσε σαν τον γεννούσα η μάβρη, 210 σκύλους να θρέψει αλάργα μας, σ' άσπλαχνου πόρτα αθρώπου... π' ας είταν αχ μες στην καρδιά τα νύχια ναν του μπήξω, ναν του τη φάω! Τότ' ίσως πια θαρχόμαστε ίσα κ' ίσα213

Έτσι είπε η σεβαστή θεά, κι' ομπρός του τα σωριάζει χάμου· κι' εκείνα βρόντηξαν, πλουμόφτιαστα ένα κι' ένα. Τρόμος τους έκοψε όλους τους, μηδέ ναν τ' αγναντέψει τόλμαε κανείς, μον σκόρπισαν. Μα ο Αχιλέας όμως 15 τάδε, και πιο το πάθος του τον πήρε, και τα μάτια φριχτές κάτου απ' τα βλέφαρα λες του πετούσαν φλόγες.

ΣΕΒΑΣΤ. Μόν' επήγε χαμένη. ΓΟΝΖ. Εγεννηθήκατε άνδρες τολμηρόκαρδοι· σεις θα εμετατοπίζετε το φεγγάρι από τη σφαίρα του, αν ετύχαινε για πέντε βδομάδες να μην αλλάξη. Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος, τραγουδώντας με σεμνόν ήχο. ΣΕΒΑΣΤ. Βέβαια, κ' έπειτα θα εκυνηγούσαμε νυκτερίδες. ΑΝΤΩΝ. Έλα, κύριέ μου, μη θυμώνης.

Παραίτα πια τη δύστροπη λογοτριβή, και τότες περσότερο όλοι, γέροι νιοι, θα σ' έχουν τιμημένο. Να! τι σ' αρμήνεβε, μα εσύ ξεχνάς· όμως και τώρα 260 πάψε, ορέ αδρέφι, κι' άφισε το σπλαχνοφάγο πείσμα, κι' αξίας δώρα ο βασιλιάς σου δίνει αν ξεχολιάσεις. Μον έλα τώρα πρόσεχε, κι' εγώ όλα εδώ ένα ένα θα πω όσα δώρα σούταζε μπροστά μας στο καλύβι.

Μον έλα τώρα πρόσταξε τ' αμαξωτό σου ασκέρι ίσα ως στα πλοία τις γοργές φοράδες να λαλήσουν, κι' εγώ μπροστά τους τρέχοντας το δρόμο θαν τους σιάξω 260 ίσο έτσι, και των Αχαιών τους λόχους θα τσακίσωΕίπε, και φύσησε άπειρο μες στην καρδιά του θάρρος.