United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' οι άλλοι σηκωθήκανε κατά τη συβουλή του, 85 οι ραβδοφόροι προεστοί. Και πρόστρεχε τ' ασκέρι.

Κι' άλλοτες πριν συνάκουσες την προσεφκή μου εμένα, και για το δίκιο μου έστρεξες των Αχαιών τ' ασκέρι και παίδεψες σπαραχτικά· και τώρα πάλι, Απόλλο, 455 περικαλώ σε, ακόμα αφτόν τον πόθο ξάκουσέ μου· λυπήσου πια τους Αχαιούς και διώξε την πανούκλαΕίπε, και την παράκληση ξακούει ο γιος του Δία.

Μα να ιδήτε τι τ' απαντάει κι ο Σκεντέρμπεης. «Εγώ ο Σκεντέρμπεης, του γράφει, βασιλιάς της Αρβανιτιάς, σ' εσένα τον πρίγκηπα του Ταράντου. Κατηγοράς πολύ βαριά κι άσχημα τους ανθρώπους μου και παρομοιάζεις τ' ασκέρι μου με χαζά πρόβατα. Τα έργατά μας σου έδειξαν την αξιάδα μας και την παλληκαριά μας.

Είπε, και σα λωλή η θεά τραβήχτη, τι πονούσε. Κι' η ανεμόποδη Ίριδα την πιάνει, κι' απ' τ' ασκέρι τη βγάζει, ψυχολίγωτη με τους πολλούς τους πόνους· κι' έβλεπες το ροδόθωρο κορμί να μελανιάζει.

Μέσ' 'ς το σκοτάδι το βαθύ της νύχτας, του Ομέρη Κινάει απ' το στρατόπεδο τ' αμέτρητο τ' ασκέρι Με μια 'περήφανη χαρά, μ' ένα χρυσό όνειρό τουτο Μεσολόγγι πώς θα 'μπή. Με τον αλαλαγμό του Σμίγονται που κ' οι θλιβεροί καμμιάς καμπάνας ήχοι, Καμπάνας του Μεσολογγιού. Σιμώνει ο οχτρός τα τείχη Άξαφνα, ανέλπιστα, με μιας 'σάν σύγνεφα αστράφτουν Και μέσ' 'ς τα μαύρα χώματα χίλια κουφάρια θάφτουν.

Στο μακρυνό βασίλειο της Ανατολής, θυμωμένος ο ξένος βασιλιάς για την προσβολή που γίνηκε στη θυγατέρα του, θυμήθηκε τις παλιές του έχθρες κ' έστειλε, με δυνατές αρμάδες, μυριάδες ασκέρι να πολεμήσουν τον εχθρό του. Όλ' η χώρα σηκώθηκε στο ποδάρι, να διαφεντέψη την πατρίδα. Από αμούστακο παιδί ως ασπρομάλλη γέρο ζωστήκανε όλοι τάρματα και ξεκίνησαν στα σύνορα.

Μόνον αρκεί να βάλετε κάτι τι που να τρώγεται, που να μασιέται εύκολα, για να ξεφαντώση όλο το ασκέρι, που καλώς ανταμωθήκαμε εδώ, καλή μας ώρα, όταν θα γίνουμε φίλοι μετά τας εκλογάς. Εσύ, κουμπάρε Γιάννη, δεν έχεις, θαρρώ, δύο προβατίναις κ' ένα κριάρι; — Τα θυσιάζω! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. Για το χατήρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι γίνομαι.

Μα τώρα πριν σηκώθηκε και να με βρει ήρθε πρώτος, κι' εγώ ίσα ίσα αφτούς που λες τον έστειλα να κράξει. 125 Μον πάμε, κι' όλους στα πορτιά θα σμίξουμε τους άλλους με τους φρουρούς μαζί, τι εκεί να συναχτούν τους είπαΤότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Έτσι δε θα στραβοθωράει κανείς μας μες στ' ασκέρι, όχι δε θαν του λέει κανείς σα βγαίνει και προστάζει130

Την πήρες στο λαιμό σου κι' αυτή....» του φώναζαν από πάνω από τις πεζούλες. Πήγαινε να μεταλάβη τη Μεγάλη Παρασκευή ο Λαζαράκης, μέσα στο ασκέρι, κι' ο παππάς τον αγριοκύτταζε: «Σήμερα βρήκες και συ, χριστιανέ μου, την μέρα να κοινωνήσης; Δεν ερχόσουν την πρώτη βδομάδα .... » τούλεγε. Και ο Λαζαράκης κατάπιν' έναν αναστεναγμό κ' έφευγε.

Μα εκεί ίσα ας σύρουμε κι' εμείς, που πιο πυκνό τ' ασκέριπεζοί κι' αμάξιααπό κακή ερεθισμένη αμάχη πετσοκοπιούνται, κι' άσβυστη βουή είναι σηκωμένη530