United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' οι άλλοι σηκωθήκανε κατά τη συβουλή του, 85 οι ραβδοφόροι προεστοί. Και πρόστρεχε τ' ασκέρι.

Δάκρυον ορφανού....... 0,02 Στεναγμοί χήρας....... 0,01 Πείνα συνταξιούχου...... 0,01 Εύνοια Τούρκου....... 0,03 Ελαστικότης κώδικος..... 0,05 Νωθρότης εισαγγελέως.... 0,03 Ευήθεια μετόχου....... 0,85 1,00

Τ' ομολογώ επλανέθηκα στον άγνωμο σκοπό μου· Και καταφρόνια ανέλπιστα θωρώ με θιαμασμό μου. 80 Μικροί μεγάλοι με μισάν· κανένας δε με θέλει. Αν είμαι, ή αν δε βρίσκομαι, τελείως δεν τους μέλει, Και σα να μ' είχαν όχτρητα το πρόσωπο γυρίζουν, Αλλ' ως κι' οι φίλοι μου οι παλαιοί, κι' αυτοί δε με γνωρίζουν, Κι' αν κανενός αποκοτάω διο λόγια να μιλήσω, 85 Φεύγει με πάτημα γοργό, μηδέ τηράει οπίσω.

85. » Ταύτα λοιπόν τα αξιώματα τα οποία μας παρέδωκαν οι πατέρες ημών και τα οποία πάντοτε μας ωφέλησαν, ας μη παραιτήσωμεν· ας μη σπεύσωμεν, ότε πρόκειται περί τόσων ανθρώπων, χρημάτων, πόλεων και δόξης, να αποφασίσωμεν εντός ολίγων μόνον στιγμών, αλλ' ας σκεφθώμεν με ησυχίαν. Εξ αιτίας της δυνάμεως, την οποίαν έχομεν, επιτρέπεται τούτο εις ημάς πλειότερον ή εις πάντα άλλον.

Οπού σε τρύπα λογιαστή, ζωγραφιστή καμάρα, 85 Βασιλικά μ' ανάστησε μ' αγάπη και λαχτάρα, Σε χάιδια και σ' ανάπαψες, σε χίλια διο παιγνίδια Και μ' έθρεψε με κάστανα, με σύκα, με καρύδια· Και με λογής λογιών γλυκά, που ο νους σου δε χωράει, Γιατί δεν τα ίδες πουθενά, ποτέ δεν τα 'χεις φάη. 90 Πώς είναι τώρα δυνατό να φιλιοθούμε αντάμα, Οπού δεν έχομε όμιασι μηδέ καν σ' ένα πράμμα.

Τα νοσήματα δε ταύτα ακριβώς διά το πάθημα της τά- σεως ωνομάσθησαν &τέτανοι& και &οπισθότονοι&. Και η θεραπεία τούτων είναι δύσκολος· διότι μόνον οι πυρετοί επερχόμενοι δύναν- 85. | ται υπέρ παν άλλο να διαλύσωσιν αυτάς.

Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη, η Αντίκλεια, κόρη του υψηλούτο φρόνημ' Αυτολύκου• 85 την είχ' αφήσειτην ζωή, κινώντας για την Τροία. άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου, αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάσητο αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία.

Είπε ο θεός, και γύρισε ξανά στ' αντροπελέκι. Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη, κι' εφτύς γυρνάει τη συμπλοκή να δει, και βλέπει πέρα τον έναν π' άρπαε τ' άρματα, τον άλλον πούταν χάμου 85 στρωμένος κι' αίμας έτρεχε οχ τη βαθιά πληγή του· τότες περνάει χαλκόπλιστος των μπροστινών τούς λόχους φριχτά αλυχτώντα, ανέμποδος φωτιά σα φουντωμένη.

Και τους θεούς, σαν έφτασε, τους βρήκε συναγμένους στον πύργο μέσα του Διός, κι' όταν την είδαν, όλοι 85 σηκώθηκαν κι' εφτύς να πιει της πρόσφερναν ποτήρια. Μα αφτή τους άλλους άφισε, και παίρνει το ποτήρι τη Θέμης, πρώτη πούτρεξε να την καλοσορίσει και πρώτη που της μίλησε δυο φτερωμένα λόγια «Ήρα, γιατί ήρθες; Φαίνεσαι σαν τρομασμένη. Ξέρω, 90 θα σ' αποπήρε ο άντρας σου, ο γιος του γέρο-Κρόνου

Και τώρα τ' Αχιλέα εγώ θα ξηγηθώ· όμως όλοι προσέξτε οι άλλοι κι' ήσυχα το λόγο μου αγρικήστε. Συχνά μού λέγανε όλοι τους το λόγο αφτό, και πάντα 85 με κατεχούσαν, μα να εγώ δε φταίω, μον η Κατάτρααφτή που στ' ανήλια γυρνάεικι' η Μοίρα μου κι' ο Δίας, που άγρια με φρένια πύρωσε στη συντυχιά το νου μου τη μέρα π' άρπαξα τη νια ξανά απ' τον Αχιλέα.