United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο νεκραγωγιάτης γιος απάντησε του Δία 410 «Γέρο, όχι, δεν τον άγγιξε όρνιο ως στα τώρα ή σκύλος, Μον έτσι χάμου κοίτεται στρωμένος μες στις σκόνες, στο πλοίο ομπρός.

Τον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα Έχθρα κρυφή, παντοτεινή, για τάνθη, για ταστέρια Για του παιδιού την ευμορφιά, κ' έτρωγε με το μάτι Ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρη. Έκλωθε τη σαπύλα του στρωμένοςτα ξεσκλίδια Που τώφερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.

Είπε ο θεός, και γύρισε ξανά στ' αντροπελέκι. Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη, κι' εφτύς γυρνάει τη συμπλοκή να δει, και βλέπει πέρα τον έναν π' άρπαε τ' άρματα, τον άλλον πούταν χάμου 85 στρωμένος κι' αίμας έτρεχε οχ τη βαθιά πληγή του· τότες περνάει χαλκόπλιστος των μπροστινών τούς λόχους φριχτά αλυχτώντα, ανέμποδος φωτιά σα φουντωμένη.

Σαν έλατο ή βελανιδιά σωριάστηκε ή σα λέφκα χοντρή, που κόβει ο μάστορης στα όρη με τσεκούρι νιοτρόχιστο, όταν ξυλική τρεχαντηριού συνάζει· έτσι στρωμένος κατά γης σ' άτια μπροστά κι' αμάξι 485 μούγκριζε νυχοσφίγγοντας το ματωμένο χώμα. Τότε ο λεβέντης Πάτροκλος του βάζει το ποδάρι 503 στα στήθια απάνου, κι' έσυρε το χαλκωμένο φράξο οχ το κορμί, και βγήκε εφτύς στόκος μαζί και σπλάχνα.

Κατόπι βρέθηκα στρωμένος σε μέρος που με το φως ενός φαναριού με κοιτάζανε, με ψάχνανε, μ' έδεναν, κ' ύστερα ύστερα βυθίστηκα, και πια δεν έβλεπα τίποτις, δεν άκουγα τίποτις. Πρέπει ακόμα δυο λόγια να πω, πρι να κλείσω την ιστορία μου.

Αλλ' η ωραιοτέρα αίθουσα είνε εκείνη την οποίαν ευρίσκει κατόπιν ο εισερχόμενος, όπου δύναται να στέκεται ή να κάθηται ευχαρίστως και να παραμείνη επί πολύ χωρίς φόβον και να επιδοθή εις εγκυλισμούς ωφελιμωτάτους. Και αυτή αποστίλβει ολόκληρος από Φρύγιον μάρμαρον. Μετ' αυτήν υποδέχεται τον εισερχόμενον ο θερμός διάδρομος, ο οποίος είνε στρωμένος με Νομαδικόν λίθον.

Ο είς σπαρμένος με βράχους κομμένους εις σχήματα πρανή και κωνοειδή, ως λείψανα παλαιάς γιγαντομαχίας σωζόμενα εις το πεδίον της μάχης, στρωμένος με χαλίκια λευκά, ερυθρά, μαργαρώδη, επίχρυσα, και με άμμον φαιάν στίλβουσαν· και η άμμος κυρτούται διά μιας, και ο βυθός αποτόμως βαθύνεται· ο κολυμβητής αν ήθελε τολμήσει να επιβή εις το κύμα, έλκεται προς την σύρτιν την βαθείαν, την λευκήν και πρασινίζουσαν και γαλανήν, την ούσαν λίκνον του μικρού Τρίτωνος και παστάδα της μελαγχολικής Σειρήνος, όπου αφρός και πόντος, όπου κύμα και άβυσσος, φαιδρώς παίζουσι ποικίλην και ενίοτε φοβεράν παιδιάν.

Ένας ένας πέφτανε σαν τις μυίγες. Κάμανε μια στιγμή να δείξουνε στήθος· μα γλήγορα το κατάλαβαν πως είνε χαμένοι, κι όπου φύγη φύγη πια τότες. Αφίνουν άλογα, μουλάρια, κανόνια, και παίρνουνε τα βουνά. Από το μέρος εκείνο του λόγγου ως το Κράπι στρωμένος ο τόπος νεκρούς. Βδομάδες και βδομάδες δεν μπορούσες να περάσης από κει και να μη λιγοθυμήσης από τη βρώμα. Ως τον Αρμυρό τους ακολουθήσαμε.

Δε σου τώπα; Θα πάω να δω αν είνε καιρός για διπλοσκάφισμα. — Ο Θεός μαζή σου, μια που δε μ' ακούς. Λες πως δε θα δουλέψης· μα μπορείς τουλόγου σου να πας στα γονικά σου και να μην κάμης κιαμμιά δουλειά, και Λαμπρή νάνε; Ο γάιδαρος περίμενε μπροστά, στην πόρτα στρωμένος, κιο Σιφογιάννης, ενώ τον έλυνε, είπε στην γυναίκα του με λίγο νεύρωμα: — Μα σου τώπα δα, σου τώπα, πως δε θα δουλέψω.