United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τις φουρτούνες του Καβομαλιά; Εγώ να σας πω· εγώ το ξέρω... Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι εγώ να σάς 'πω... — Όχι να μη μας 'πης! τον έκοψεν άξαφνα ο Κώστας ο θερμαστής. Διάολε! κοντεύεις να μας βγάλης την ψυχή με τον Καβομαλιά σου! Για κάβο τάχα θα τον περάσης κι' αυτόν που τον κατάντησαν πουτάνα οι ψαρόβαρκες!... Δεν θέλουμε να μας πης τίποτα!

Όταν την έσπασες εις δύο την βασιλικήν σου κορώνα κ' εχάρισες τα δύο κομμάτια, εφόρτωσες τον γάδαρον εις την ράχην σου να τον περάσης επάνω από ταις βρώμαις. Πού τα είχες τα μυαλά σου, όταν την εχάριζες την χρυσήν σου κορώνα; Αν σου ειπή κανείς, ότι ο τρελλός σου λέγει τρέλλαις, δος του ξύλο.

Κ' έτσι την αφίνει ο Βασιλιάς και φεύγει και πηγαίνει κατά τα τειχίσματα, και βγαίνει στην εξοχή, και χώνεται σ' ένα χωράφι, και κόβει ξύλα, και φορτώνει ένα δεμάτι στον ώμο του, και κατεβαίνει ίσια κατά τασκέρι που είταν τώρα σκορπισμένο μπροστά, στα τειχίσματα. — Ώρα καλή, γέρο! Του φωνάζει ένας παλικαράς Μωραΐτης. Δεν μπορείς από δω να περάσης.

Βλέπεις αυτάς εκ των οποίων αναδίδονται αι φλόγες και ο καπνός, μου είπε• η έκτη δε εκείνη είνε των ονείρων η πόλις• και κατόπιν από αυτήν η νήσος της Καλυψούς, η οποία όμως δεν φαίνεται απ' εδώ. Αφού δε περάσης αυτάς, θα φθάσης εις την μεγάλην ήπειρον η οποία είνε η αντίθετος προς εκείνην την οποίαν κατοικείτε.

— 'Σαν τον ξέρεις τον μπούσουλα, βρε Γιαννάκη, πες μου τώρα πού έχουμε πλώρη; Προσέθηκε μετ' ολίγον ο πλοίαρχος, σβύσας διά της μολυβδίδος αριθμούς τινας και σημειώσας άλλους. — Να, γραίγο κάρτα τραμουντάνα! Απήντησε μετά ετοιμότητος αυταρέσκου ο νεανίσκος, υιός του πλοιάρχου πολυαγάπητος. — Μπράβο, Γιαννάκη, μπράβο, Γιαννάκη! Εσύ μωρέ γυιε μου, τα ξεσκόλησες! Κοντεύεις να περάσης τον πατέρα σου.

Θα μας συντρόφευε ο μεγάλος ξάδερφος· κιο θείος είπε γελαστός της μητέρας μου: — Θα περάσης από τούρκικα χωριά· μα με τα δυο παλληκάρια, που θα σε συντροφεύγουνε, δεν έχεις να φοβηθής. Εγώ κιόλας για καλλίτερη σιγουριά θαρματώσω το Γιωργή. Θα του χαρίσω το τουφέκι πούπαιρνε στο κυνήγι, γιατ' είδα πως ταρέσει.

Αν πάλιν περάσης εις την Ασίαν, θα εύρης και εκεί πολλά τα δραματικά• εν πρώτοις εις την Σάμον το πάθημα του Πολυκράτους και την μέχρι Περσίας περιπλάνησιν της θυγατρός του• ακόμη δε αρχαιότερα την ακριτομυθίαν του Ταντάλου και το γεύμα το οποίον προσέφερεν εις τους θεούς, την κατακρεούργησιν του Πέλοπος και τον ελεφάντινον ώμον του.

Φύγε απ' ομπρός μου! είπεν η Μαργή ωχριάσασα και οπισθοδρομούσα. — Πε μου «ώρα καλή» να σ' αφήσω να περάσης. — Φύγε, λέω, να μη με κριματίσης κ' έρχομαι απού το ξαγόρεμμα, επανέλαβεν η κόρη με ταραχήν μεγαλειτέραν. Ο Πατούχας έσκυψεν εις τρόπον ώστε η φλογερά πνοή του ερρίπισε το πρόσωπον της κόρης. — Κ' είπες το του παπά πως σ' αγαπώ; εψιθύρισε.

Ας είνε το λοιπόν, απεκρίθη εκείνη, επειδή και είσαι τόσον σταθερός, ύπαγε να περάσης το επίλοιπον μέρος της ημέρας εις άλλον τόπον, και προς το βράδυ ξαναγύρισε εδώ γιατί έχω να σου μιλήσω. Έτσι λέγοντας ετραβήχθη από το παραθύρι, και με άφησε γεμάτον από χαράν, αγάπην και ελπίδα.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πως; τι θα κάμω; πες το συ κ' εγώ θα το τολμήσω. ΚΡΕΟΥΣΑ Εις την Αθήνα, σαν θα 'ρθη στο σπίτι το δικό μου. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Δεν τώπες ούτε συ καλά, κ' ύστερα λες για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς; τάχα εμάντευσες εσύ τ' ήλθε στο νου μου μέσα; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Συ θα περάσης για φονιάς, χωρίς να το σκοτώσης. ΚΡΕΟΥΣΑ Σωστά• λέν' πως η μητρυιές τους προγονούς μισούνε.