United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τις φουρτούνες του Καβομαλιά; Εγώ να σας πω· εγώ το ξέρω... Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι εγώ να σάς 'πω... — Όχι να μη μας 'πης! τον έκοψεν άξαφνα ο Κώστας ο θερμαστής. Διάολε! κοντεύεις να μας βγάλης την ψυχή με τον Καβομαλιά σου! Για κάβο τάχα θα τον περάσης κι' αυτόν που τον κατάντησαν πουτάνα οι ψαρόβαρκες!... Δεν θέλουμε να μας πης τίποτα!

Ψέμματα θαρρείς πως σου το λέω; Σα δε μου πιστεύγεις να ρωτήξης και τη μάνα μου ... Ο Τερερές φοβερίζει πως θα με δέση. — Σώπα, λέω, διάολε, σώπα! ανεφώνησεν ο Στρατής με παραφοράν. Ομπρός σε γυναίκες δε λένε τέτοια πράμματα. Το βλέμμα του Μανώλη εστρέφετο από του Στρατή εις την Πηγήν με απελπιστικήν απορίαν. Κάτι επεχείρησε και πάλιν να είπη, αλλ' ο Στρατής δεν του έδωκε καιρόν.

Ο ψεύτικος τυφλός άκουγε και κρατούσε σφιχτά επάνω του το κλεμμένο δισάκι. Άρπαξε το χέρι του Ιστένε και του είπε: «Μείνε μαζί μου, διάολεΈμειναν έτσι με τα χέρια ενωμένα, όπως τους είχε δει ο Έφις να βγαίνουν από την καζάρμα του Φόνι, και έμοιαζε να τον περιμένουν κάπως προκλητικά να μιλήσει.

Άμε καλλιά σου απ' εδώ.... Μπιρπάντε...... ΙΑΤ.............Δεν πηγαίνω. ΑΣΤ. Αμέ καλλιά σου διάολε ς' τον άλυσο σε δένω, Να μην πατήσης πγια εδώ γιατί θα σε ξυλίσω. Και ούλα σου τα γιατρικά ς' τη χρεία θα τα χύσω. ΙΑΤ. Πλερώστε με τα γιατρκά πλερώστε και την κούρα, Όλα αυτά κοστίζουνε πενήντα πετσεδούρα .

Αρκετά, γι’ αυτά θα μιλήσουμε κατόπιν με την Έστερ. Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι…. Λοιπόν, θα σου το πω: ότι η Ρουθ πέθανε έτσι ξαφνικά. Μπορεί και εκείνη να ήταν ευχαριστημένη….» Ο Έφις σηκώθηκε. Ένοιωθε κάτι να τον τσιγκλάει σε όλο του το είναι και έπρεπε να φύγει, να κάνει το πεπρωμένο να βιαστεί. «Περίμενε λίγο ακόμη, διάολε!

Μα για τούτο, διάολε, σου λέω και γω πως γούρμασε το κορίτσι· επρόσθεσε αμέσως με μαλακό θυμό. — Κι αν γούρμασε και τι; καιρός του δεν είνε; — Καιρός του· ποιος λέει όχι. Εσύ στα χρόνια του τάτρωγες τα ξυνόμηλα με το καλάθι. — Ουφ, ανάλατε! δε μαζώνεις, λέω, τη βρωμόγλωσσά σου. — Τώρα, βέβαια, βρωμόγλωσσα. Μα ήταν μια φορά νόστιμη και ξέρω ένα κορίτσι που τη λιμπίζονταν.

Και τότε, μάρτυς μου Θεός, σίγουρα θα πας στα πανηγύρια, αλλά με τους ζητιάνους!» Ο Έφις ανατρίχιασε∙ αυτό ακριβώς ήταν το όνειρό του για εξιλασμό. Σηκώθηκε και είπε: «Θα κάνω τα πάντα. Με την προϋπόθεση όμως ….» «Με την προϋπόθεσητον ρώτησε ο άλλος πιάνοντάς τον από το μανίκι. «Κάθισε λοιπόν, διάολε, και πιες. Με την προϋπόθεση;» Ο Έφις αφέθηκε πάλι να πέσει στην καρέκλα.

Έτρεμε και ίδρωνε και του φαινόταν πως θα λιγοθυμήσει. «Με την προϋπόθεση ότι η εξοχότητά σας θα παντρευτεί την ντόνα ΝοέμιΚαι ο ντον Πρέντου έσκασε πάλι στα γέλια. Γελούσε, αλλά κρατούσε ακίνητο τον Έφις, σαν να ήθελε να τον εμποδίσει να φύγει. «Πόσο διασκεδαστικός είσαι, διάολε! Θα σ’ έχω μαζί μου για όλη μου τη ζωή, έτσι θα με διασκεδάζεις όταν είμαι άκεφος! Θα σε παντρέψω με τη Στεφάνα.

ΣΤΡ. Προβάτιε διάολε. ΑΛΒ. Άστο ορέ... φτου. αλλά μπελιάβερσιν. ΣΤΡ. Σκιάβ αφέντη. ΑΣΤ. Όμορφα μη σας σκαπάρ' απ' τα χέργια. ΣΤΡ. Όσκαι αφέντη· καλά τον έχουμε. ΑΣΤ. Μπράβο Αντζουλή μου, Καντήλα μου, γιαμά σας μεριτάρει από εκατό τζικίνια. Ο Αστυνόμος, ο Αλβανός και οι στρατιώται. ΑΣΤ. Πινομή σου; το όνομά σου; ΑΛΒ. Πώς το λένε ορέ εμένα; Τζέλιο Γκέκα. ΑΣΤ. Πούθε είσαι. ΑΛΒ. Γκέκα ορέ, Γκέκα.

Όχι, σου λέγει, είνε χοντρός κάβος και χύνει το βουνό κ' έρχεται ο Θρακιάς από πάνω και βγάζουν αψάδα οι Βελανιδιώτισες! Κολοκύθια! Μωρέ τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν άνεμοι... — Μα ποιοι τις κάνουν, διάολε, πες μας λοιπόν! εφώναξεν ανυπόμονα ο Αλέξης Σκιαθίτης αράθυμος πάντα.