United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα σηκώθηκε και πάη μπροστά στο εικονοστάσι, σταυροκοπήθηκε, σκύβοντας σε κάθε σταυροκόπημα το γέρικο κορμί της, σα χοντρόκορμη βαλανιδιά, που την κλονίζει η δύναμη του βοριά, κι' αφού τελείωσαν τα σταυροκοπήματα έβαλε ένα σκαμνί μπροστά στο εικονοστάσι, ανέβηκε ψηλά με τρεμάμενα ποδάρια, ξεκρέμασε τη σβυστή καντήλα, την κατέβασε ανάγαλια-ανάγαλια, την έχυσε στο βάθος της στιας, την έπλυνε με στάχτη, την γέμισε πάλε με καθαρό νερό και την έδωκε της Μαριανθούλας να την κρατάη, έβγαλε από ένα ξύλινο κουτί καινούριον αφαλό, πέρασε το φυτήλι στον αφαλό, έρριξε στην καντήλα καθαροκάθαρο λάδι, άναψε το φυτήλι, απόθηκε τον αφαλό αναμμένο μέσα στο πλεούμενο λάδι και κρατώντας την αστραφτερή καντήλα με τρεμάμενο χέρι, ξαναπάη στο σκαμνί, ανέβηκε πάλε ψηλά και την κρέμασε μ' ευλάβεια μπροστά ατό εικόνισμα· ξανακατέβηκε με προσοχή ανασκήρησε το σκαμνί, ξανασταυροκοπήθηκε κι' άρχισε να πέφτη στα γόνατα και να κάμη μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της Μάννας του Θεού, που κρατούσε στην τρυφερή της αγκαλιά το Παιδάκι της, χαρούμενη που τούχε μπροστά της.

Ο Αστυνόμος και οι Στρατιώται. ΑΣΤ. Μουρέ Γεράσιμε!! ΣΤΡ. Ντελόγκ' αφέντη. ΑΣΤ. Μουρέ πώς τονε λένε κιόνε το διάολο; ΣΤΡ. Ποιόνε αφέντη; ΣΤΡ. Α! αφέντητον Κάντηλα λες; ΑΣΤ. Ναι μουρέ — ν' άμπ' ο διάολος μέσ το μυαλό μου και δεν θυμούμουνε την καντήλα; ναι, ναι, τον καντήλα για σου Γεράσιμέ μου, τον καντήλαπάρτονε εκιόνε και το Διονύσιο, και τον Τζαβαντίνο, και εκιόνε τον άλλονε το διάολο.

Δεν έχει ούτ' ένα 'κόνισμα, ούτε καντήλα μία, Μέσα του δεν ακούγεται η θεία λειτουργία, Και δεν μυρίζουν γύρα του τα μοσχολίβανά του· Μόνο την άνοιξι γλυκά λαλούν εκεί τ' αηδόνια, Και χύνουν τ' αγρολούλουδα μοσχοβολιαίς περίσσαις Και μουρμουρίζουν τα κλαριά, και τραγουδούν η βρύσαις, Και αιώνια το φωτίζουνε της νύχτας τ' άστρα αιώνια. Άλλον καιρό ήτον κι' αυτότα νειάτα, 'ς τη ζωή του.

Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βραδιάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεββάτι. Είπαμε πως είτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θάτρεμε κ' η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Είταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα.