United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πατέρα μου, μια Κυριακή και μια καλήν ημέρα. Σίντα λαλούν η πέρδικαις και χαιρετούν τον ήλιο. Τα πρόβατατης ρεμματιάς το πλάι σαλαγώντας Είδα την κόρη του Σταθά, την χαϊδεμμένη Ρήνα Ντυμένητα μεταξωτά, ντυμένητο χρυσάφι, Να κατεβαίνη απ' το χωριό, να πάη κατά τ' αμπέλια. 'Στόν ήλιο αστράφταν τα φλουριά κ' έλαμπ' η ωμορφιά της.

Όλες οι νέες εξανάρχισαν να χορεύουν, να λαλούν, και να κάνουν κάθε λογής παιχνίδια, έως που ήλθεν η νύκτα. Και αφού ενύκτωσεν άναψαν διάφορα κηρία και λαμπάδες και εις το αναμεταξύ που ετοίμαζαν το δείπνον, η κυρά και ο Κουλούφ ευρίσκονταν μαζί, και εσυνομιλούσαν διάφορες υποθέσεις του βασιλέως· και ανάμεσα εις τες άλλες η κυρά τον εξέταζεν αν αυτός ο βασιλεύς είχεν εύμορφες σκλάβες.

Τα πλοία, οι βράχοι, η λαγκαδιαίς, βουνά μαζύ και κάμποι Με χόρτα να στολίζωνται και μ' ώμορφα λουλούδια, Και το ξανθό βοσκόπουλο γλυκά να λέη τραγούδια· Γλυκά κ' η πέρδικες λαλούν, και πλειο γλυκά τ' αηδόνια, Κι' απ' τα μακρυά τους χειμαδιά, γυρνούν τα χελιδόνια.

Τι νάχη τρέξη τάχα; Μη δεν μπόρεσε να βγη ο παπάς από το χιόνι κι' από το σκοτάδι; — Αχ! τι καλό πράμμα να είχε το καημένο το Μικρό Χωριό τον παπά του εγκάτοικο, και να μην προσμένη παπά από το γειτονικό χωριό νάρχεται κάθε γιορτή νύχτα να λειτουργάη; — Κακό χωριό τα λίγα σπίτια! — Τι κατάρα στο καημένο το Μικρό Χωριό να μην έχη ποτέ δικό του παπά! — Κικιρίκουουουουου! Λαλούν τ' αρνίθια.

Αλλ' όσα λέγει είνε συνετά και σεμνά και οι λόγοι του κατεβαίνουν όπως του Ομηρικού εκείνου ρήτορος• «νιφάδεσσιν εοικότες χειμερίησι» • και δεν είνε αρκετόν να τους παρομοιάση τις, διά την ηλικίαν των, προς κύκνους• η ευφράδεια των ενθυμίζει μάλλον τους τέττιγας, όπως εξακολουθούν να λαλούν επιμόνως και γοργώς μέχρι βαθείας εσπέρας.

Σκώνονται απάνου τα παιδιά κι' αφίνουν τα ψαλίδια, Μαζεύουν τούφα αμάραντο, κόβουν χεριές αρείκη Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάνουν τον πρώτο δάσο Και δένουν τουτα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα Νάχης χιλιάδες πρόβατα, νάχης χιλιάδες γίδια, Με μύρια αργυροκούδουνα, να τα λαλούν να πρέπουν. Ν' αρμέγης κάθε πρόβατο κ' εννιά αρμεγούς να βγάζης, Ν' αρμέγης κάθε γίδι σου κι' άλλους εννιά να βγάζης.

Δεν έχει ούτ' ένα 'κόνισμα, ούτε καντήλα μία, Μέσα του δεν ακούγεται η θεία λειτουργία, Και δεν μυρίζουν γύρα του τα μοσχολίβανά του· Μόνο την άνοιξι γλυκά λαλούν εκεί τ' αηδόνια, Και χύνουν τ' αγρολούλουδα μοσχοβολιαίς περίσσαις Και μουρμουρίζουν τα κλαριά, και τραγουδούν η βρύσαις, Και αιώνια το φωτίζουνε της νύχτας τ' άστρα αιώνια. Άλλον καιρό ήτον κι' αυτότα νειάτα, 'ς τη ζωή του.

Κι' είπε μέσα του: — «Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμαΚαι λέγοντας αυτά, γύρισε πίσω και πάη να κοιμηθή. Αλλά, πού ύπνος! Παράδερνε ακέριες ώρες, όταν τη στιγμή, που άρχισαν να λαλούν τ' αρνίθια, τον έκλεψε ο ύπνος και δεν ξύπνησε, παρά όταν λαλούσε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.

Σα γέροι, πια δεν πήγαιναν στις μάχες, μα ρητόροι 150 σπουδαίοι, σα διο λες τσίντζικες που κάθουνται σε δέντρο και μες στο δάσος με φωνή λαλούν κατιφεδένια· τέτιοι στον πύργο κάθουνταν κι' οι προεστοί των Τρώων.

ΚΡΕΟΥΣΑ Όπου στο βράχο κατοικεί τον εληοφυτεμένο. ΙΩΝ Σαν λόγια σκοτεινά μου λες, σαν μπερδεμένα λόγια. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο Φοίβος, μέσα στη σπηληά όπου λαλούν ταηδόνια. . .. ΙΩΝ Γιατί το Φοίβο μελετάς; ΚΡΕΟΥΣΑ Μ' εμέ κρυφοκοιμήθη. ΙΩΝ Τι δόξα είν' αυτή που λες για μένα κ' ευτυχία! ΚΡΕΟΥΣΑ Κι' όταν εγύρισε ο καιρός στο δέκατο το μήνα εκεί εκρυφογέννησα εσέ, παιδί του Φοίβου.