United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχα 'πη στην αρχή πως δε θα την εύρισκα, εκεί που έτρεξα, ζωντανή, — τόσο βαριά και τόσο άσχημα είχε πέσει η καϋμένη, — κ' είχε πανιάσει το πρόσωπό μου πλειότερο κι από το δικό της. Σα μ' αναμέρισαν εμένα, τραβήχτηκα σε μια τούφα κ' έκατσα ν' ανασάνω. Αυτή αγάλια αγάλια ήρθε στα συγκαλά της και τη σήκωσαν να κινήσουμε γιατ' είχε περάσ' η ώρα, είχε δόσει ο ήλιος.

Κρίμα δεν είνε κι' αδικιά τέτοια ωμορφιά και νιότη Να τήνε χαίρεται η ερμιά κ' εγώ γι' αυτήν να λυόνω; Μη με σκανιάζης, μη με σκας και μη με φεύγης, κόρη. Μπροστά μου μην ξαφνιάζεσαι σαν τ' άγριο το ζαρκάδι Και χώνεσαι μέσ' 'ς τη λογγιά και κρύβεσαιτην τούφα.

Ολημερής κουρεύουνε, το γιόμα τρων και πίνουν Κ' εκείτο ηλιοβασίλεμμα σκολνούν κι' αποκουρεύουν, Τότ' ένας γέρος κορευτής προβάλλει ομπρός και κρένει: Για σκώτε απάνου, ωρέ παιδιά, για αφήστε τα ψαλίδια, Για μάστε τούφα αμάραντο, μάστε χεριές αρείκη Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάστε τον πρώτο δάσο Και δέστε τουτα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα, Πάρτε και του γαλάτου αφρό ραντίστε τα ποκάρια, Βάξτε; χούι, χούι, χούι! τρεις βολές, ρίξτε και τρία αρμούτια Και ειπέτε και του τσέλιγγα παινετικό τραγούδι.

Κάτω έβλεπες την λευκήν πολίχνη ης οι οικίσκοι, μια τούφα συμμαζευτοί, ωμοίαζον προς νύμφας με τα λευκά κολοβόλια των, νύμφας θεωρούσας την θάλασσαν. Εξήρχοντο ήδη συντροφίαι φαιδραί διά την πρωτομαγιάν, ων η γελόεσσα ιαχή εξεχύνετο προς όλας τας διευθύνσεις κ' εχάνετο είτα μέσα εις τους θάμνους και τους κήπους και τους αγρούς. Δεξιά επρασίνιζον οι αμπελώνες.

Εδώ τούφα από κατακόκκινες παπαρούνες, εκεί άγριαι μαργαρίται λευκαί και κίτριναι, παρέκει παντοία ανθύλλια έχοντα τα μικρά τριγωνικά φύλλα των, άλλα ως είδος ανεμομύλου και άλλα ως είδος σταυρού· τα λευκόστικτα άνθη της καυκαλίθρας, τα ψευδοτριαντάφυλλα της κολλώσης κουνούκλας και διαφόρων σχημάτων και μεγεθών ψευδοστάχυες.

Είχα 'πη στην αρχή πως δε θα την εύρισκα, εκεί που έτρεξα, ζωντανή. — τόσο βαριά και τόσο άσχημα είχε πέσει η καϋμένη, — κ' είχε πανιάσει το πρόσωπό μου πλειότερο κι από το δικό της. Σα μ' αναμέρισαν εμένα, τραβήχτηκα σε μια τούφα κ' έκατσα ν' ανασάνω. Αυτή αγάλια αγάλια ήρθε στα συγκαλά της και τη σήκωσαν να κινήσουμε γιατ' είχε περάσ' η ώρα, είχε δύσει ο ήλιος.

Άξαφνα σηκώνει γύρω τα μάτια του και βλέπει οργυιές δυο μακριά του ένα βράχο ψηλόν, απόκρημνον με δύο δεντράκια μονόκλαδα στην κορφή. Εφάνταζε μέσα στο νερό σαν γίγαντας με ανοιχτά χέρια. Και κοντά στη ρίζα του, απάνω στην ξανθή αμμουδιά είδε μία τούφα μελάτι διαλεχτό. Εμαύριζε πέρα σαν κατακαίνουργος κατηφές. Δεν χάνει καιρό και τρέχει να το αδράξη. Δεν ήθελε παρά δυο δρασκελιές ακόμη.

Κάνει να το πιάση, αδύνατον· το κεφάλι όλο κ' εμάκραινε από την ακρογιαλιά. Ο έξυπνος τότε τι σοφίζεται; Παίρνει μια τούφα χορτάρι και την δείχνει στα σβυσμένα μάτια του ελπίζοντας να το πλανέση. — Ψου!... ψου!... το εμαύλιζε... Δεν μ' άφησε να τελειώσω. Επήδησεν ορθός, με άρπαξε από τον ώμο. — Δεν τα ξέρω 'γω αυτά! δεν τα ξέρω 'γω αυτά!... ερέκαξε τρέμοντας ολόκορμος. Ή θα πάψη ή μα τον Άγιο!...