United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου Ανέμιζε τρομαχτικό, και ΄ς το ξεδίπλωμά του Λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο Άη Γηώργης Με τ' άγριό του τ' άλογο κρατώντας καρφωμένο Τ' άσπλαχνο το κοντάρι του ΄ς το διάπλατο λαρύγκι Του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται ΄ς το χώμα.

Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε· εσφύριζε μέσα στ' άρμενα κ' έβγαζε χίλιων λογιών ήχους, από το άγριο ούρλιασμα κοπαδιού τσακαλιών και λύκων ως το γλυκοφωνότερο τραγούδι και το πεταχτό λάλημα φλογέρας.

Σβυέται ο Σταυρός μεσουρανίς· οι Δράκοι βασιλεύουν. Σε 'λίγο το φεγγάρι 'Σάν βασιλέψη τρίβαθο σκοτάδι θε να πάρη. Πόσο το χειμωνιάτικο είν' άγριο το σκοτάδι! Κι' αν ξενυχτίσηςτο βουνό, 'ς το λόγγο, ή λαγκάδι Διπλή σου χύνουντην καρδιά, διπλή ανατριχίλα Το κρύο κ' η μαυρίλα.

ΚΡΕΟΥΣΑ Κ' η κόρη του Διός Παλλάς τη σκότωσε κατόπι. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τάχα ο λόγος είν' αυτός που από καιρόν ακούω; ΚΡΕΟΥΣΑ Το δέρμα της η Αθηνά στο στήθος της το φέρνει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Α, της Παλλάδος τη στολή όπου την λέν' Αιγίδα; ΚΡΕΟΥΣΑ Αυτό επήρε τόνομα μέσ' στων θεών τη μάχη. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ποιό σχήμα έχει άγριο της Αθηνάς η Αιγίδα; ΚΡΕΟΥΣΑ Έχει το θώρακα με οχιές περιτριγυρισμένον.

Κι' απ' την ημέρα που σκοτώθηκε για την αγάπη της, το πήρε σαν παράπονο και συχάθηκε η ίδια την ομορφιά της. Μα δεν έλεγε τίποτε σε κανένα κ' έλυωνε μοναχή της. Οι γειτόνισσες, που την βλέπανε αχνή και λυπημένη, την πειράζανε περισσότερο, αντί να την παρηγορήσουν, της λέγανε για την αγάπη του άσχημου άνθρωπου, για την ομορφιά της, που μάγεψε ένα σκιάχτρο, για τον άγριο σκοτωμό του.

Ο έρως είναι ελεύτερος, Ποτέ σου δεν μπορείς Να τον κρατήσης σκλάβο σου, Του κάκου το θαρρείς. Μη τον παντέχεις λαίμαργοτου Κροίσου τα καλά. Ή 'πής του μέγα Αλέξανδρου Ο θρόνος τον γελά. Τον διόχνει η σκυθρωπότητα, Το άγριο τον φοβάει· Ευγένια, και αξίωμα Αυτόν δεν τον τραβάει. Κι' αυτόν τον τυραγνάς· Και κράζεις υστερώτερα Τον έρωτα σκληρό, Αντίς να κράξης άτυχον Αυτό σου τον καιρό.

Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνητην θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440 Ραψωδία Ξ Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε, απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.

Απ' άκρηάκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθέμελα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!

Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλυστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ' το γυμνό κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του. Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγη με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια του.

Τα μάτια του και τα δόντια του άστραφταν στο φως του δειλινού και το πρόσωπό του έγινε άγριο. «Πες μου, δεν ντρέπεσαι;», ρώτησε χαμηλόφωνα, αρπάζοντάς του τα μπράτσα και καρφώνοντάς τον μες στα μάτια. Και ο Έφις ένοιωσε εκείνο το βλέμμα να του καίει τις κόρες των ματιών. Ένας βρόντος ήχησε μέσα στ’ αυτιά του. «Δεν ντρέπεσαι; Άθλιε, εσύ!