United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τυφλή και μανιωμένη Τον εκοιλούσε η Λιαπουριά. — Κεχρί παραδομένοτα δόντια του νερόμυλου, τριμμόψυχα ριμμένη Μεςτο λαρύγκι ενός θεριού, προσάναμμα, αποκλάδι, Χλωροκομμένο φρύγανο, που τώβοσκεν η φλόγα, Ολόγυρά του εκύτταζε, σαν νάθελεν ακόμα Να καταπιή με μια ματιά, να κρύψητην ψυχή του Την έρμη την πατρίδα του κ' εκείτον άλλον κόσμο Να τήνε πάρη συντροφιά. — Επέρασε απ' το νου του Φτωχή, κακογεράματη κ’ η δύστυχή του η μάνα Μην έρθη ώρα για ψωμί το χέρι της ν' απλώση, Και μην πεθάνη νηστική.

Ύστερα με τον ίδιο σκοπό, με το ίδιο αμάν ενώ τινάζουνταν νευρικά το κεφάλι του, κι έγερνε προς τ' αριστερά πίσω το σώμα του και το δεξί του πόδι βάσταζε όλο το βάρος του κορμιού του, και το λαρύγκι του τέντονε, τέντονε, και τα στήθη του ανεβοκατέβαιναν φουσκόνοντας, έβγαλε κομματιστά, λίγα, λίγα, τόρα ξάστερα, κι από μισοκομμένα μισοσβυσμένα, τα λόγια των στίχων του: Σ' αραχνιασμένο σπήλαιο, σε μαυρισμένο χώμα εκεί θ' αφήσω και ψυχή, και κόκκαλα και σώμα.....

Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου Ανέμιζε τρομαχτικό, και ΄ς το ξεδίπλωμά του Λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο Άη Γηώργης Με τ' άγριό του τ' άλογο κρατώντας καρφωμένο Τ' άσπλαχνο το κοντάρι του ΄ς το διάπλατο λαρύγκι Του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται ΄ς το χώμα.