United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά την άλλη μέρα καθώς υποπτευότανε την απάτη, πήρε μαζύ της τον ακόλουθό της, τον ξανθό Περινίς, και την Βραγγίνα, την νεαρά υπηρέτρια και σύντροφό της, και οι τρεις μαζύ πήγαν καβάλλα μυστικά κατά την σπηλιά του θερίου, μέχρις ότου η Ιζόλδη παρατήρησε στο δρόμο κάτι ίχνη με περίεργο σχήμα. Έπειτα ηύρε το θερίο χωρίς κεφάλι και το νεκρό άλογο: δεν ήτανε σελωμένο κατά τα έθιμα της Ιρλανδίας.

Ας είνε, ημείς τέτοιοι δεν είμαστε . . . Μα έπρεπε κάτι να γείνη, στο πείσμα εκείνου του θεριού, εκείνου του σκυλόψαρου. Οι περί τον Μανώλην εγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ακούοντες και άμα προυχώρουν, ώστε παρ' ολίγον έφθασαν την πρώτην συνοδείαν, ης τα μέλη ηκροώντο τας λεπτομερείς και σπουδαίας ανακοινώσεις του Λάμπρου, κ' εκοντοστέκοντο, και πάλιν εβάδιζον.

Μα είμουνα εγώ που πήγα στη μονιά του γήταυρου και είδα τον παραδαρμό του θεριού, κι άκουσα το μούγγρισμά του, και δεν μπορώ ακόμα να ξεχάσω τους δρακόντους που το είχανε αδράξει από το λαιμό και το βασανίζανε. ΑΝΝΟΥΛΑ Γιαγιά μου, έμενα δε μου είπες αυτό το παραμύθι του γήταυρου. ΓΙΑΓΙΑ Αλήθεια, παιδί μου, αυτό τόλεγα πάντα στα παλιά τα χρόνια.

Το ίδιο και μ' ένα καπρί μέσα 'ςτά ρουμάνια της φραγκιάς, που κυνηγούσαν με της Πούλιας το βασιλιά μαζί. Ο φράγκος βασιλιάς σκιάχτηκε κι ανατρόμαξε 'ςτό συναπάντημα του θεριού. Ο Σκεντέρμπεης όμως του ρίχτηκε με το δαμασκί του 'ςτό χέρι και του χώρισε το κορμί σε δύο κομμάτια.

Τότες αφίνει το νεκρό, και γύρναε στους δικούς του τηρώντας πίσω, θάλεγες λιοντάρι σαγωνάτο, π' από βουστάσι με φωνές το διώχνουν και με φράξα 110 χωριάτες και μαντρόσκυλα, και του θεριού στα στήθια βράζει η καρδιά του κι' άθελα οχ το μαντρί αλαργέβει· έτσι οχ τον Πάτροκλο έφεβγε κι' ο καστανός Μενέλας.

Ύστερα τρέχει και διο γιους του Βιά, το Λαογόνο 460 και Δάρδανο, οχ τ' αμάξι τους γκρεμίζει, τι τη σπάθα στον ένα μπήγει από κοντά, στον άλλον το κοντάρι. Τον Τρώα, τ' Αλαστόρου γιοαφτός του πέφτει ομπρός του στα πόδια, μην τον λυπηθεί και τη ζωή τ' αφίσει, 464 ο έρμος! :Μα δεν τόξερε πως άδικα λαλούσε, 466 τι δα απαλόκαρδη ψυχή και μαλακιά δεν είχε, παρά θεριού.

Κι' αφτός, σαν πάντα, μ' όργητα φουρτούνας πολεμούσε. 40 Κι' όπως στη μέση κυνηγών και σκύλωνε λιοντάρι, ή χοίρος άγριος, απ' αντριά περήφανα γυρίζει, και κύκλο κάνουνε σφιχτό οι κυνηγοί και στέκουν αγνάντια, κι' όλο κονταριές συχνά πυκνά τινάζουν, μα του θεριού η γερή καρδιά δεν του δειλιάει δε τρέμει, 45 μα η τόση του όμως αφοβιά το χαντακώνει τέλος· έτσι κι' εκείνος τρέχοντας μες στο σωρό γυρνούσε 49 κι' όλο τους φίλους ξόρκιζε τον τάφρο να διαβούνε. 50 Μα δεν κοτούσαν τ' άλογα, μον στέκανε άκρη άκρη στα χείλια και χλεμέντριζαν, τι το πλατύ χαντάκι τα φόβιζε, σα δύσκολο ναν το πηδήσουν πέρα η να διαβούν· γιατί γκρεμοί τού σκούφωναν τον όχτο απ' άκρη ως άκρη, κι' είτανε παλούκια απάνου απάνου 55 αραδιασμένα μυτερά, που στήσανε οι Αργίτεςπυκνά μεγάλαδιαφεντιά από γιουρούσια Τρώων.

Μα μιαν αβγή ο Μελέαγρος το σκότωσε, ένας γιος του, τι έμασε κυνηγούς πολλούς από 'να πλήθος χώρες και σκύλους· τι άντρες λιγοστοί πού ναν το κάνουν ζάφτι! 545 τέτιο θεριό 'ταν, κι' έστειλε πολλές ψυχές στον τάφο. Βάζει για αφτό τότε η θεά διχόνια αναμπουμπούλα, για του θεριού την κεφαλή και το τριχάτο δέρμα, κι' εφτύς Κουρήτες κι' Αιτωλοί σ' αρχίζουν το κοντάρι.

Α! γιατί καλλίτερα να μην ανοίξω τότε της πληγές του λαβωμένου τραγουδιστή; Γιατί να μην αφήσω να πεθάνη το φονηά του θεριού μέσα στα χόρτα του βάλτου; Γιατί να μην τον χτυπήσω, όταν ήτανε κατάκοιτος στο λουτρό, με το ξίφος που τώχα κι' όλα σηκώσει; Αλλοίμονο! δεν ήξερα τότε αυτό που ξέρω σήμερα! — Ιζόλδη, τι ξέρετε λοιπόν σήμερα; τι είναι αυτό που σας βασανίζει;