United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κανείς αυτό δεν τόξερε• μα τη στιγμή εκείνη που το παιδί ηθέλησε να πιή μαζύ με άλλους, είπε μια λέξι απαίσια από τους δούλους κάποιος• με το να έχη το παιδί ανατραφή ως τώρα μέσα σε μάντεις δυνατούς, τώβρε κακό σημάδι, κι' άλλο ποτήρι επρόσταξε ευθύς να του γεμίσουν, ενώ το άλλο το κρασί το έχυσε στο χώμα, το ίδιο πράμα λέγοντας να κάμουνε κ' οι άλλοι.

Αχ, Αρετούλα, δεν τον έμαθες ακόμη τον κόσμο, και πήγες κ' έπεσες σε παγίδα μεγάλη και φοβερή. Άρπα το φανάρι και τρέχα ν' ανοίξης την πόρτα. Πρέπει να είνε ταδέρφια σου. Ύστερα πάλι τα ξαναλέμε. Πρόσεχε μόνο να μην τακούση, καημένη, ο Κωσταντής, γιατί χαθήκαμε. Τόξερε πως δεν θα τον ακούσουμε, και πήγε ίσια στο κορίτσι ο αδιάντροπος, που από το Θεό να το βρη!

Μήπως έμεινε ψυχή γεννητή στο σπίτι απ' όλη τη γειτονιά! Οι κόττες μοναχά κ' οι γάττες. . .» Και πού να τόξερε όποιος την άκουγε πως θα πήγαινε το βράδυ μασκέ ατσιγγάνα στην Κασταλία! Η Βεργινία πολλές σχέσεις με τις γειτόνισσες δεν είχε και στο πόδι που ήτον ακόμα.

Ύστερα τρέχει και διο γιους του Βιά, το Λαογόνο 460 και Δάρδανο, οχ τ' αμάξι τους γκρεμίζει, τι τη σπάθα στον ένα μπήγει από κοντά, στον άλλον το κοντάρι. Τον Τρώα, τ' Αλαστόρου γιοαφτός του πέφτει ομπρός του στα πόδια, μην τον λυπηθεί και τη ζωή τ' αφίσει, 464 ο έρμος! :Μα δεν τόξερε πως άδικα λαλούσε, 466 τι δα απαλόκαρδη ψυχή και μαλακιά δεν είχε, παρά θεριού.

Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το κερί του παιδιού! και του Νίκου! Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να γυρίση να κυττάξη πίσω. . . Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε γεννημένο η ψυχή της- Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια.

Και σα να τόξερε πως αυτό το δώρο δεν το είχε από τη μοίρα του, τρεμούλιαζε η καρδιά του και κρυφοπονούσε σαν κοριτσιού. Τον έπιασε βαθεια κι αξετίναχτη στενοχώρια. Δεν μπορούσε πια να βαστάξη. Αχ και νάβρισκε μιαν αφορμή και να τον ξαπολύση, να χωριστούνε.

Ποιος αθώρητος άγγελος θάρχεται τώρα κοντά μου να με γλυτώνη από αμέτρητους πειρασμούς! Κανένας, κανένας πια τώρα παρά η μάννα μου, και κείνη δεν τα ξέρει πια όλα τα μυστικά βάσανά μου. Την έκαμε ξένη τη μάννα μου το Σκολειό! Πού να το φανταστή ο γέρος πως άνοιξε μπροστά μου τέτοιον γκρεμνό! Χωράτευε με την παιδιακήσια μου την αγάπη, και δεν τόξερε πως με σπάραζε. Μήτ' άλλος κανένας δεν τόξερε.

Εκεί σιμά τους χρόνια εννιά πολλά 'φτιανα στολίδια400 θηλύκια, χρυσολούλουδα, γιορντάνια, σκουλαρίκιαμες στη σπηλιά την κουφωτή· και τ' αφρισμένο κύμα με μουρμουρίσματα έτρεχε τριγύρω φουσκωμένο. Μηδ' άλλος τόξερε θεός μηδέ θνητός κανένας, μόνη η Βρυνόμη τόξερε που μ' έσωσε κι' η Θέτη. 405 Αφτή μας ήρθε τώρα εδώ, και να η στιγμή κι' εμένα ότι χρωστώ που μ' έσωσε ναν της πλερώσω τώρα.

Πρόβαλαν και δυο τρεις άλλες γριές από τη γειτονιά, και της πρόσφερναν, άλλη συβουλή, άλλη γνώμη, κι άλλη την καλή της ευκή, αν και κρυφοτρώγουνταν όλες τους κι από κάποια ζούλια, και σαν τύχαινε βολικό, χτυπούσαν και τα ρουθούνια τους μπαινοβγαίνοντας. Φανερά να το δείξουνε, δεν πολυταίριαζε. Έπειτα, ποιος τόξερε και τι καλό μπορούσε να τους κάμη καμιά μέρα η Ασήμω;

Το πρωί πρωί, ό τι έφεξε, μεγάλο πάλε βουητό, μεγάλο κακό στο χωριό από τη μιαν άκρη ως στην άλλη! Η μαζώχτρα! Η μαζώχτρα η Ασήμω τάφτιαξε όλα! Ψυχή δεν απόμεινε που δεν τόξερε πως την είχανε φυλακισμένη μες στο κελλί, και πως θα τηνε φέρουνε του Δεσπότη. Ως και στα Τούρκικα πήγε αστραπή το χαμπάρι. Χριστιανοί και Τούρκοι, όλοι όξω φρενών, πούγινε αφορμή μια μαζώχτρα και ρήμαξε το χωριό.