United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτανε πολύ φυσικό να φανταστή κανείς, πως ο Αγαθούλης ύστερ' από τόσες συμφορές, παντρεμένος με την αγαπημένη του και ζώντας με το φιλόσοφο Παγγλώσση, το φιλόσοφο Μαρτίνο, το συνετό Κακαμπό και τη γριά, έχοντας εξ άλλου φερμένα τόσα πολλά διαμάντια από την πατρίδα των παλαιών Ινκάς, θα περνούσε την πιο ευχάριστη ζωή στον κόσμο.

Μ' έπιασε, μ' έπιασε ο Χάρος και με βαστά. Πέντε παρά κάρτο!...» Ξύπνησα τότες με τα σωστά μου. Είταν η ώρα οχτώ. Είχα φανταστή στον ύπνο μου μέσα πως ξυπνούσα. Κοντέβουν τώρα δέκα χρόνια που είδα το φοβερό αφτό τόνειρο και τόγραψα αμέσως το πρωί, να το θυμούμαι. Τι καλά που περνούσαμε τότες στο σπίτι μας στην εξοχή! Ζούσε ο καλός μου ο παπούς. Πρόπερσι πέθανε ο καημένος, εκατό χρονώ γέρος.

Φαίνεται πως στη Μικρόπολη είχε μεγάλα κεφάλια πολλά. Άξαφνα διάβαζες πως ο τάδε μικροπολίτης είταν ο πιο περίφημος ιστορικός του κόσμου, ο τάδε πάλε πως είταν ο πιο τρομερός ποιητής που μπορεί κανένας να φανταστή. Άξαφνα διάβαζες και το εναντίο.

Μα πως ήρθες εδώ, Σβεν; είπε η μαμά μέσα σ' όλη τη χαρά της. Η μαμά είτανε να γυρίση αργά τη νύχτα. — Το ήξερα πως θαρθής, είπε ο Σβεν. Η φωνή του και τα μάτια του είτανε γεμάτα ξάφνισμα, πώς η μαμά δεν μπορούσε να φανταστή ένα πράμα τόσο απλό. — Ήξερα πως θαρθής και γι' αυτό κάθησα εδώ και περίμενα.

Κι' όποιον τούτος να σηκόση, Πλιό ο χάρος να σκοτόση, Νους να μη το φανταστή Μον η άκρα του σοφία, Κάθαρσι, φλεβοτομία· Έχει για άμαρτα κοινά. Και μ' αυτά πρωταρχινάει, Κάθε πάθος κυνηγάει Σταθερός παντοτινά. Του Ματζούκα μας την πράξι Πιος ειν' άξιος να ξετάξη, Ή την άλλη προκοπή!

Ποιος αθώρητος άγγελος θάρχεται τώρα κοντά μου να με γλυτώνη από αμέτρητους πειρασμούς! Κανένας, κανένας πια τώρα παρά η μάννα μου, και κείνη δεν τα ξέρει πια όλα τα μυστικά βάσανά μου. Την έκαμε ξένη τη μάννα μου το Σκολειό! Πού να το φανταστή ο γέρος πως άνοιξε μπροστά μου τέτοιον γκρεμνό! Χωράτευε με την παιδιακήσια μου την αγάπη, και δεν τόξερε πως με σπάραζε. Μήτ' άλλος κανένας δεν τόξερε.

Είναι γυναίκα που έχει τας καλυτέρας προθέσεις του κόσμου για την οικογένειά σου και δεν έχει στο νου της κανένα συμφέρον. Σ' αγαπά μ' όλη της την καρδιά και δείχνει για τα παιδιά σου μια στοργή και μια καλωσύνη που δεν ημπορεί κανείς να την φανταστή. Αυτό είναι βέβαιον. Ας την αφήσουμε λοιπόν κι' ας έρθωμε στην κόρη σου. Για ποιο λόγο, αδελφέ μου, θέλεις να τη δώσης σε γυιό γιατρού;

Α! κύριε, είπε ο άνθρωπος με το φιλντισένιο μπαστούνι, κι' αν είχετε κάνει όλα τα εγκλήματα, που μπορεί να φανταστή κανείς, είστε ο πιο έντιμος άνθρωπος του κόσμου! Το καθένα τρείς χιλιάδες πιστόλες! Κύριε, μπορώ να σκοτωθώ για σας, αντί να σας οδηγήσω στη φυλακή.

Έμεινε ο Παυλής να τους κάμη συντροφιά τη νύχτα εκείνη, γύρισε ο νωνός να πη τα μαντάτα της μάννας, και να μην τον προσμένη. Την ανέβαινε ταποταχύ ο Παυλής την Εκκλησιά του όμορφου του χωριού μαζί με τη θλιβερή τη συνοδιά που ακλουθούσε το λείψανο. Πού να το φανταστή τέτοιο πάθημα σαν ξεκινούσε κατά τόμορφο το χωριό!

Πού να το φανταστή η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλλιές, να πειράξη τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φανταστή πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που τόχει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλοιο! Κοίταξε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμη βασίλισσά του! Φωνάζουν οι άλλες, γελούν, και πηδούνε γύρω, να ξετρυπώσουν την κρυμμένη τη Νεραϊδοπούλα. Σωπαίνει αυτή.