Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Και κάθε μια βάρκα που γέμιζε, ξεκινούσε αγάλι' αγάλια με τραγούδια και φωνές, με μαντήλια στον αέρα, με κουνήματα κεφαλιών και χεριών ξεκινούσε, μα ξαναγύριζε πάλι να πάρη κάποιον ακόμα, που ξεχάστηκε μέσα στα δάκρια, κι αφού τον έπαιρνε κι αυτόν ξεκινούσε γλυστρώντας αγάλι' αγάλια στην αρχή στα κυματάκια της θάλασσας, κι έπαιρνε παραπέρα γοργό δρόμο κι έπαιρνε φτερά και κολλούσε στου βαποριού τα πλάγια.

Την ώρα ίσια ίσια που η Ασήμω χωνότανε μέσα στα μεσημεριανά κατατόπια της, ξεκινούσε κι ο Πανάγος από το σπίτι να ρίξη μια ματιά στις δουλειές του. Το χωριό, καθώς ίδαμε, δεν είταν και πολύ μακριά. Πήρε το μονοπάτι και πότε διαβαίνοντας από βάτους ανάμεσα, πότε από θυμάρια κι από ρίγανες, πότε πάλε πηδώντας λιθάρια ξερά και γυμνά, ζυγώνει τα λιοφυτεμένα βουνόπλαγα.

Απανωτά τα λάβαιναν οι Αθηναίοι τα ροδινά του μηνύματα και ταξίματα. Ως και δημοκρατία απόλυτη τους έταζε, ας μένανε μονάχα φίλοι του Μιθριδάτη. Τάχαφταν όλα αυτά οι Αθηναίοι, και πανηγύριζαν από τότες το τέλος της Ρώμης. Όταν ο Αρχέλαος, ο στρατηγός του τυράννου, ξεκινούσε κατά τον Πειραιά με τις μυριάδες του, σαν είδος προάγγελος παρουσιάστηκε στην Αθήνα ο Αριστίωνας με δορυφόρους δυο χιλιάδες.

Κάηκε κι αυτό, και δυο φορές μάλιστα· μια στον καιρό του Αρκαδίου απάνω στον καταδιωγμό του Χρυσοστόμου· έπειτα πάλι στου Νίκα τη Στάση. Από το Σενάτο ξεκινούσε η μαρμάρινη η στοά και πήγαινε ως το τρίτο χτίριο, το Πατριαρχείο. Αυτό πρέπει νάβλεπε κατά την πίσω μεριά, προς το «Μίλιον». Έξοχο χτίριο κι' αυτό, με καταστόλιστα τρίκλινα και τριγυρισμένο περιβόλια.

Έμεινε ο Παυλής να τους κάμη συντροφιά τη νύχτα εκείνη, γύρισε ο νωνός να πη τα μαντάτα της μάννας, και να μην τον προσμένη. Την ανέβαινε ταποταχύ ο Παυλής την Εκκλησιά του όμορφου του χωριού μαζί με τη θλιβερή τη συνοδιά που ακλουθούσε το λείψανο. Πού να το φανταστή τέτοιο πάθημα σαν ξεκινούσε κατά τόμορφο το χωριό!

Άπλωνε κάτω στις κληματαριές, πέρα ως τη βρύση. Σκρόπαε κ' έπαιζε το ζωηρό το φώς, ανάμεσα στα πυκνόφυλλα κλαδιά του πλάτανου της βρύσης απάνω. Εφάνταζε στης νύχτας το βαθύ σκοτάδι, αληθινό στοιχειό της βρύσης ο πλάτανος, παλάτι ονειρεφτό του Δήμαρχου το σπίτι. Κάτω στο σπίτι, που κατάκλειστη από την ημέρα, να μην την ιδή μάτι, θα ξεκινούσε τόρα, σωστή διαδήλωση. Του κόσμου το παιδομάζωμα.

Σαν έφεξε δευτέρα κι ο κόσμος ξεκινούσε να πάη στη δουλειά του, δεν περνούσε πια το δρόμο με το καλάθι η Ασήμω καθώς πάντα, να τραβήξη κατά τα δέντρα, νανταμώση συντρόφισσες, και να κόβουνε και να ράβουνε διαβαίνοντας. Αλλού ταξίδευε τώρα ο νους της. Έπρεπε τώρα να σκαρώση νοικοκεριό, να διαρμίση το σπιτικό της, να βαστάξη και κάποια θέση. Κομμάτι και το βαρύ, να την ψηφάη κι ο κόσμος.

Όταν έμπαινε ο κυνηγός μέσα στο σπίτι, το Γκεσουλάκι χοροπηδούσε από τη χαρά του και ρίχνονταν ως απάνω, σα νάχε φτερά. Τέλος από Γκεσουλάκι έγεινε ένας φοβερός Γκεσούλης, και λέγοντας «Γκεσούλης» μέσα στο χωριό, εννοούσαν αυτόν. Σ' αυτό απάνω ο ευεργέτης του Γκεσούλη, ο πολυαγαπημένος του απ' όλο το σπίτι, αφίνοντας το ντουφέκι του κυνηγιού, ξεκινούσε ένα πρωί για την Ξενιτειά.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν