United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν ποιος νάναι, μωρές γυναίκες, αυτός ο άνθρωπος; Είπε μια. — Ξέρω κι' εγώ; Είπε άλλη. — Σ' αφίνει το έρμο το σκοτάδι να ιδής; Είπε πάλι μι' άλλη. — Νάναι τάχα καένας ξενιτεμένος; Είπε άλλη μια πάλι. — Να είταν ξενιτεμένος· είπε μια άλλη, δε θάρριχνε καένα ντουφέκι, άμα μπήκε στο σύνορο του χωριού μας; Τι διάτανο; Ντίπου στα κρυφά θα μας έρχονταν;

Περιηγούμενος προ οκτώ μηνών εις την Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, ήκουσα πολλάκις εις την Αλβανίαν, όταν πιάνωνται εις εμφύλιον πόλεμον αναμεταξύ των οι Αλβανοί, φοβερίζοντες ο ένας τον άλλον, να λέγουν· «Ντάλε! ντάλε! τιέ σιότζι νιέρ ντουφέκ Καραϊσκάκιτ», ήγουν «στάσου, στάσου, να ιδής μια φορά ντουφέκι του Καραϊσκάκη». Ιδού τι και ο Σπυρ.

— «Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να ιδώ απέκει ό τι ωνειρεύομουν δέκα πέντε τόσα χρόνια στα Ξένα, και να ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθη το Χωριό τον ερχομό μου! «Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους φτερνιστήρές μου, κι' αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας, και μου φαίνονταν, ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε!

Όταν έμπαινε ο κυνηγός μέσα στο σπίτι, το Γκεσουλάκι χοροπηδούσε από τη χαρά του και ρίχνονταν ως απάνω, σα νάχε φτερά. Τέλος από Γκεσουλάκι έγεινε ένας φοβερός Γκεσούλης, και λέγοντας «Γκεσούλης» μέσα στο χωριό, εννοούσαν αυτόν. Σ' αυτό απάνω ο ευεργέτης του Γκεσούλη, ο πολυαγαπημένος του απ' όλο το σπίτι, αφίνοντας το ντουφέκι του κυνηγιού, ξεκινούσε ένα πρωί για την Ξενιτειά.

Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο. Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο. Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια.

Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι μου κι' αν η.... δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου, είμουν παραβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί είταν γερόντοι άνθρωποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλειότερο. «Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έρριξα κάνα ντουφέκι σαν ξενιτεμένος.

Το ντουφέκι είχ' ανάψη σα μπαρούτι σ' όλη τη μεθόριο γραμμή απ' το δικό μας σταθμό. Είτανε μια χαρά κι όντας αργότερα ακούστηκαν και τα κανόνια μας, πετάχτηκαν όλα τα παιδιά απάνω απ' τον ενθουσιασμό τους. Κάτω σκυλιά και χαθήκαμε, τους φωνάζω, και ξαναταμπουρώθηκαν. Έρχουνταν οι τούρκοι, κρυμμένοι εμείς.

Άξαφνα όμως πηδάει όξω από την πατουλιά η Κλανομάρω και φωνάζει τρομασμένη·Μη καπετάνε! μη, είμ' εγώ! Μη για το Θεό! Κράτησε ο στρατηγός τ' άλογο και κάνοντας τάχα πως παραξενεύτηκε και πως δεν κατάλαβε τίποτα, λέειτην Κλανομάρω·Ωρέ, εσύ εδώ μέσα, ωρέ Μάρω; — Τι να κάμω, καπετάνε, βούλωσε το ντουφέκι μου και δε μπόργα να πολεμήσω.