United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το κέντρο σε όλα αυτά είναι φυσικά η γυναίκα μου. Αν βαδίζη προς την υγεία ή προς το χαμό, δεν το γνωρίζω. Αυτό μου φαίνεται τώρα πως είναι κατιτίς, όπου δεν μπορώ να κάμω τίποτε. Κάποτε μου φαίνεται σα να στέκω έξω, σα να μην έχω κανένα μέρος σ' αυτό και να μην μπορώ να το φτάσω ποτέ. Και σ' όλα αυτά δεν υπάρχει καμμιά έξαψη, μα μόνο ένας καρτερικός πόθος, που είναι δίχως χρώμα. 25 του Γεννάρη

Μόνε σα φτάσω μια φορά ως στα γοργά καράβια, 180 το νου σας! έχετε έτοιμη φωτιά, κι' εγώ τους κάνω στάχτη τα πλοία, κι' όλους τους σα γίδια τους παστρέβω182

Μα δέξου αφτό, περικαλώ, το πλουμιστό ποτήρι και σώσε με... με των θεών τη χάρη οδήγησέ με 430 ως που να φτάσω ως στ' αψηλό καλύβι τ' ΑχιλέαΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Νιός είμαι, γέρο, μα άφισε, δεν πιάνει ο πειρασμός σου που δώρα θέλεις να δεχτώ χωρίς να ξέρει εκείνος.

Παράγγειλα να μου φέρουν ένα αμάξι και την ίδια στιγμή που έκανα αυτό σκέφτηκα πως έπρεπε να φάω. «Ο Σβεν πέθανε», συλλογίστηκα. «Δε θα τονέ βρω ζωντανό, άμα φτάσω σπίτι. Άμα όμως φτάσω δεν πρέπει να είμαι νηστικός και κουρασμένος. Πρέπει να είμαι σε θέση ναγρυπνήσω και να παρηγορήσω τη γυναίκα μουΌλα αυτά περάσανε στο νου μου εκεί που καθόμουνα και περίμενα το αμάξι.

Να, ωραία φιλοδοξία, και να, στάδιο για να ωφελήση κανένας την κοινωνία, όχι του παρά και της επίδειξης, μα την κοινωνία της πείνας, που είναι και η πιο μεγάλη. ΦΙΝΤΗΣ Βλέπεις χαμηλά και ταπεινά. Τι με νοιάζει εμένα για την κοινωνία της πείνας. Ας βρη ψωμί να φάη, αλιώς ας πεθάνη. Εγώ κοιτάζω την οικογένειά μου, τόνομά μου, την περιουσία μου κι ακόμα τον τρόπο που να φτάσω ψηλά.

Ένα δυο σπίτια ξύλινα, σαν κυψέλες γεμάτες ανθρώπους, ήταν κολλημένα στον τοίχο. Κι από την τελευταία πόρτα, προτού φτάσω στη θάλασσα, μπήκα πάλι στην Πόλη. Πέρασα το Γαλατά, τη Βλαχέρνα, το Φανάρι, σ' έναν ατέλειωτο δρόμο, και τα πόδια μου πονούσαν. Το σώμα μου έκαιε και αγέρας δε φυσούσε.

Λίγες δρασκελιές μου είχαν μείνει ακόμα, ως που να φτάσω στην κορφή της ράχης, που έκρυβε το πολυπόθητο χωριό μου, και λίγες ακόμα στιγμές, ως που να ρίξω τη χαρμόσυνη ντουφεκιά του ξενιτεμένου, που θα έκανε όλες τες καρδιές του Χωριού, να λαχταρήσουν από χαρά και λίγες θα είταν οι καλότυχες, που θα δέχονταν ξενιτεμένο, αλλά η ανυπομονησιά μου σήκωνε κεφάλι, μέσα στα στήθεια μου πάλι, κακομούτσουνη και φοβερή, και μ' έκανε να νομίζω, ότι τα ποδάρια τ' αλόγου μου είταν καρφωμένα ψηλά στη γη, και βρίσκομουν από πολλή ώρα στην ίδια μεριά.

Όλα έξω μου και μέσα μου γίνανε τόσο θεόρατα ψηλά και μεγάλα, ώστε μου φαινότανε πως δεν μπορούσα να φτάσω τίποτε. Δεν είτανε καμιά παρηγοριά σ' αυτά παρά μόνο ένας απελπισμένος αποχαιρετισμός. Μα προχωρούσαν οι ώρες κ' ήρθε πια η στιγμή της ακατανίκητης κόπωσης, όταν κλείνουνε τα μάτια και τα χέρια δένουνται σε μια μόνη προσευχή: Πώς να τελειώνανε όλα.

Αδύνατο άνθρωπος γεννημένος να μην αποθάνη. Ένας όμως που βασίλεψε, να ζήση στην εξορία είναι ανυπόφορο. Να μην το φτάσω να ζήσω τη μέρα που θα με γυμνώσουν απ' αυτή την πορφύρα, και που δε θα με λέγουν πια Δέσποινα. Αν εσύ επιθυμής, βασιλέα μου, να σωθής, να χρήματα, να η θάλασσα και τα πλοία. Συλλογίσου όμως πως μπορεί μια μέρα να σου φανή ο θάνατος προτιμότερος από τέτοια σωτηρία.

Μήτε με κόρη του παντριές δε θέλω, κι' αν ακόμα παράβγαινε με τη χρυσή στην ομορφιά Αφροδίτη και σε δουλιές κι' αργόχερα θεά Παλλάδα αν είταν, 390 μήτε έτσι δεν την παίρνω εγώ, μον άλλονε ας γυρέψει, όπιος του πάει κι' είναι άρχοντας καλύτερος μου εμένα. Τι δα αν με σώσουν οι θεοί και φτάσω ως στην πατρίδα, ας είναι ο γέρος μου καλά κι' αφτός μου βρίσκει νύφη.