United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


τον κήρυκα ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας•ράχης κομμάτι αφού 'κοψε λευκοδοντάτου χοίρου, 475 πάχος γεμάτ' ολόγυρα, κ' έμενε ακόμη πλήθιο,— «Το κρέας τούτο, κήρυκα, δόσε του Δημοδόκου, να φάγη• θα τον ασπασθώ, αν και θλιμμένος είμαι. τι σέβας έχουν και τιμήτην οικουμένην όλην απ' τους θνητούς οι αοιδοί, ότι τραγούδια η Μούσα 480 αυτούς διδάχνει και αγαπά των αοιδών το γένος».

Μέσα στο μεσανό κοντάρι της σκηνής φαίνουνταν κρεμασμένα τα τουφέκια, τα σακκίδια κι οι καραβάνες, η μεγάλη τσίτσα του κυρ λοχία με το κρασί, οι σιδεροχάρτινοι σκοποί είταν ριγμένοι σε μιαν άκρη, η φωτιά πύρονε τα κορμιά κι η γύμνια της μεγάλης σκηνής απλόνουνταν μισοφωτισμένη στο βάθος. Νύχτα βαθύτατη, νύχτα της μοναξιάς, της ράχης.

Το χτύπησα τότε τ' άλογο, για ύστερη φορά, με όση δύναμη είχα απάνω μου, και σα να έκανε φτερά το καημένο το ζώο, βρεθήκαμε στην κορφή της χιλιοπόθητης ράχης! Δόξα σοι ο Θεός! «Εκεί το κρύο και το φύσημα του βοριά, και το χιόνι θα είταν δυνατώτερα, αλλά το Χωριό μου, που μου έδειχνε το συμπαθητικό πρόσωπό του, από μια ντουφεκιά τόπο μακρυά, μ' έκανε να μη αιστάνωμαι την αγριάδα τους.

Κι όντας αποτέλειωσε τη θλιβερή αυτή ιστορία, ο γέρος τσοπάνος, της πέτρας αυτής που καθόμαστε ξαπλωμένοι κ' οι δυο, μου φάνηκε πως ο αντίλαλος πέρα της ράχης έπαιρνε τα στερνά του λόγια και τάφερνε μακριά, πολύ μακριά προς τα ελληνικά σύνορά μας, διαλαλώντας τα βραχνά από μεγάλο πόθο κι εκδίκηση γεμάτα: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!...

Ο αέρας άρχισε να βογκά και να συνεπαίρνη τ' αγκάθια και τα ξερόφυλλα της ράχης, η φωτιά να παραδαίρνη, το μπούτι να ροδοκοκκινίζη στη θράκα και η κουβέντα ν' ανάβη.

Διότι είχον έλθει και μερικοί από εκεί, οι οποίοι μας διηγούντο και περί εκείνων. Έχουν και γένεια ολίγον ανωτέρω των γονάτων. Εις δε τα πόδια δεν έχουν νύχια, αλλ' είνε όλοι μονοδάκτυλοι. Ως ουρά φυτρόνει εις το άκρον της ράχης των λάχανον, το οποίον διατηρείται πάντοτε πράσινον και δεν συντρίβεται και όταν πίπτουν ανάσκελα.

Η ώρα παρήρχετο. Είχον λαλήσει ήδη δύο φοράς τα ορνίθια. Η Πούλια είχεν υπερβή προ πολλού το μεσουράνημα. Από την αντικρυνήν κορυφήν της ράχης, όπου ήσαν άλλα καλύβια κατοικούμενα από τας οικογενείας βοσκών ηκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εις ταύτα απήντησεν ευθύς το λάλημα των πετεινόν από τον ορνιθώνα του καλυβιού του Λυρίγκου. Η λεχώνα εξύπνησε.

Κι' όμως λίγη σκέψη, που τρέμει σαν καλάμι, μπόρεσε να σας κλείση στα σιδερένια κλουβιά της αρετήςκαι να! ο Στωικός με το μαστίγιο έκαμε τα φοβερά σας σώματα να ζαρωθούν σε μια γωνιά της φυλακής και να σωπάση η μεγάλη σας κραυγή προς την ελευθερία! Ευτυχισμένοι και ράθυμοι, χωρίς ηθική και χωρίς εργασία, κυρτώνουν το τόξο της ράχης των απάνω στους πύργους των βιβλίων μαςοι γάτοι.

Και ο λοχίας και οι άντρες μπήκαν μέσα στη σκηνή, στη σκηνή που άρχισε να την παραδέρνη ολοένα περισσότερο ο αέρας της ράχης και να την σκεπάζη της νύχτας η πάχνη κι η δροσιά. Γευματίζαμε με σιταρένιο, Καστριώτικο ψωμί, με χιονάτο τυρί του Παρνασσού, και με δροσερούς Σαλωνίτικους ροδίτες, μπροστά στο σανιδένιο μαγαζάκι, αποκάτω απόνα φρετζάτο με μαραμένες φτέρες. Απάνω στο μεσημέρι.

Κι' όμως όταν χαϊδεύονται από γυναίκες που κλάψανε πολύ, όταν κοιμώνται στα γόνατα των προδομένων απ' τη μοίρα, οι γάτοι αφίνουν την καμπύλη της ράχης των να γλυστρά με ηδονή κάτω απ' το χάδι της αδυναμίαςκι' ανάβει στο ηλεκτρικό τρίχωμά των η ηθική σπίθα! Η Μόσχω η Μοσκούλα ξύπνησε με τον Αυγερινό.