United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων γνωρίζοντάς το καλά τούτο πάνε φυσικά με το μέρος του λαμπρού εκείνου συστήματος, που τους ανεβάζει στην αξιοπρέπεια μηχανών, και λυσσούν τόσο μανιακά εναντίον της εισαγωγής της διανοήσεως σε οποίο ζήτημα που αποβλέπει στη ζωή, ώστε του έρχεται κανενός ο πειρασμός να ορίση τον άνθρωπο σαν ένα λογικό ζώο που πάντα χάνει την υπομονή του άμα τον καλέσουν να ενεργήση σύμφωνα με το λογικό.

Το μουλάρι μου, ζώο στιβαρό, συνειθισμένο στους δρόμους αυτούς, επροχωρούσε με πάτημ' αργό στα κακόβολα μέρη. Νέκρα και σιωπή τριγύρω μόνο, από καιρό σε καιρό, κανένα γεράκι έσχιζε τον αγέρα κ' εχυνότανε σαν σαΐτα επάνω σε κανένα μικροπούλι αμέριμνο, θύμα παντοτεινό του σαρκοβόρου, του αχόρταγου όρνειου.

Υπήρχε κει γύρω ένας δερβίσης περίφημος, που θεωριότανε ο καλύτερος φιλόσοφος της Τουρκίας· πήγανε να τον συμβουλευτούνε· ο Παγγλώσσης έλαβε το λόγο κ' είπε: — Διδάσκαλε, ερχόμαστε να σας παρακαλέσουμε να μας πήτε για ποιο λόγο πλάστηκε αυτό το αλλόκοτο ζώο ο άνθρωπος. — Τι σ' ενδιαφέρει; του είπε ο δερβίσης· αυτό δεν είναι δική σου δουλιά!

Οχ τον κύκλο σου μη βγαίνεις, Ότι αλλιώς κακοπαθαίνεις Η κ ο υ τ ζ ι ο ν ο ύ ρ α Α λ ο υ π ο ύ. Μια Αλουπού, πώς εγελάστη, 235 Κι' σε δόκανον επιάστη Τέτιο ζώο πονηρό, Στην αλήθια δεν το ξέρω, Μήτε θέλω να υποφέρω, Να ξετάξω να το βρω. 240 Ξέρω ωστόσο, και μου φτάνει· Πως επιάστη, και πως χάνει Για κακή της συφορά, Μ' αδιόρθωτη πομπή της Την καλέτερη στολή της, 245 Τη μεγάλη της νορά.

Εκείνην τη στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά. — Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ' εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξης τον καλό δρόμο.

Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Και ποιος; ο Ζώης ο Περήφανος, το ζηλευτό παλληκάρι, που θα το είχε τιμή και ευτυχία της να τον πάρη άλλη κοπέλλα . . . «Χοίρος είμ' εγώ; Να, λοιπό, να σου κρεμάσω το ζώο στην πόρτα σου, να μου θυμάσαι! μια για πάντα' είσ' εσύ κακή, να γενώ και εγώ πιο κακός από σένα . . .»

Εγώ την ανεβοκατέβαζα από το ζώο μου στους ανήφορους και στους κατήφορους, εγώ την έπιανα από το χέρι στα ποτάμια και στους γκρεμούς, εγώ την επότιζα νερό με τ' αχώριστο πιξαρένιο καυκοπουλό μου στες κρυόβρυσες του Πίνδου, εγώ της έδωκα το ψάθινο σκιάδι μου, πώφερνα πάντα στα ταξείδια, για να μη την κάψουν τα λιοπύρια του Θερτή.

Αυτό που έχει σημασία είναι ν’ αλλάξεις πορεία, τώρα. Να σταθείς στα πόδια σου επιτέλους. Καταλαβαίνεις;» Ο Τζατσίντο όμως, που μέχρι την τελευταία στιγμή ήλπιζε στη βοήθεια του υπηρέτη, δεν απάντησε, δεν ξαναμίλησε. Κουβαριασμένος σαν άρρωστο ζώο, άκουγε τις ακρίδες να πετούν θροΐζοντας ανάμεσα στα ξερά φύλλα και παρακολουθούσε με ηλίθιο βλέμμα το χτύπημα των φτερών τους που ιρίδιζαν.

Γλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, 770 Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του 775 Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; 780