United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να δρέψη άνθη των αγρών ποικιλόχροα. Κόκκινα, λευκά και κίτρινα άνθη. Και ιόχροα του Αγίου Γεωργίου άνθη, ως ρόδακας στρογγυλά των αρχαίων επιστυλίων. Να κόψη ζεμπιλάκια κωδωνίζοντα. Και πάλιν να συνάξη παραδάκια, οπού είνε ως οβόλια μικρά. Να πλέξη και στεφάνια από αγριαμπελιά. Και να ζωσθή μ' αυτήν για το καλό. Να φάγη μιζιθρίτσαις, ευώδεις ρίζας ανθέων ως ψωμάκια λευκά.

Από το μικρό χωριδάκι περνά πολύ θαμπά το τραίνο, κι ο σταθμός του σιδηρόδρομου με τα κόκκινα κεραμίδια του, τον κλαρωμένο στους τοίχους του πράσινο κισσό, και με το γέρο σταθμάρχη του, είνε πολύ μακριά απ' το χωριό. Κ' οι χωρικοί περπατούσαν γλήγορα να προφτάσουν το τραίνο. Ένας από τη χώρα τεχνίτης είχε παντρευτή το βράδι στο χωριό κι έφευγε τόρα μαζί με τη νύφη.

Τον άκουσε η αφεντιά σας; Τώρα όλα θα πάνε καλά.» «Ας το ελπίσουμε∙ όλα θα πάνε καλά», είπε η Νοέμι, αλλά δεν ήξερε και η ίδια τι θα πήγανε καλά. Αισθανόταν μια ξαφνική αγάπη για όλους. «Πείτε στον Τσουαναντόνι να έρθει απόψε. Θα του δώσω κόκκινα αχλάδια.» Η γριά της άρπαξε το χέρι, το φίλησε και έφυγε κλαίγοντας. Η Νοέμι γύρισε στη θέση της.

Ηύρε τη Βεργινία στο κρεββάτι, κλαμένη, με ταριά της τα κόκκινα μαλλιά μουσκεμένα· δεν μπόραγε να σήκωση το χέρι της απ' την αδυναμία Δεν έβγαλε το σακκάκι του, ούτ’ έβαλε ψωμί στο στόμα του· μόνο το ένα του παπούτσι τράβηξε λιγάκι, γιατί τονέ στένευε.

Έχουν προστάτη, έχουν δυνατόν προστάτη! εψιθύρισεν η Κυρά Ρήνη, δάκνουσα τα χείλη εκ πείσματος· μα κι' αυτού εγώ θα σας χωρίσω. Και λαβούσα κλάδον κουμαριάς με κόκκινα και απεξηραμμένα φύλλα, τον έρριψε με ορμήν επί της πυράς. — Ανεμοζάλητη στερηά και λίβαςτα πελάγη· είπε μετά θυμού.

Πού να τον φθάσουν πλέον οι Αλβανοί; Έτρεχε με ταχύτητα αιγάγρου. Εν τοσούτω δεν παρέλειψε να περάση από τον δρόμον της Ζερβούδαινας. Εκεί εβράδυνε το βήμα του. Η χήρα εστέκετο εις την θύραν μέσα δ' εκάθητο η Μαργή και είχε τα μάτια κόκκινα από δάκρυα. — Φεύγω, γιατί με ζυγώνουν οι Αρναούτες, είπε προς την μητέρα ο Μανώλης. Μόνο να μ' ανημένη το Μαρούλι. Ύστερ' από λίγον καιρό θαρθώ να την επάρω.

Ο ψαράς ευθύς βλέποντας τόσον πλήθος ψάρια έρριξε τα δίκτυά του, και έβγαλε μόνον τέσσαρα· και όταν τα είδεν, εθαύμασεν διά τέτοιον παράδοξον φαινόμενον, ότι ήσαν δηλαδή τεσσάρων λογιών χρώματα τα ψάρια, ήγουν άσπρα, κόκκινα, γαλάζια και κίτρινα και τα τέσσαρα που έπιασαν ήτον το καθένα από αυτά τα χρώματα· και καθώς αυτός δεν είχεν ιδεί ποτέ παρόμοια ψάρια, όσον τα εστοχάζετο τόσον και ελάμβανε καλάς ελπίδας να κερδίση αρκετήν ποσότητα από αυτά.

Εκεί έσμιγε και Σκιάξιμο κι' Αμάχη, εκεί και Χάρος 535 κρατώντας άλλον ζωντανό βαθιά νιοπληγωμένο, άλλον τραβούσε και νεκρό μες στη σφαγή απ' το πόδι, και ρούχα φόραε κόκκινα στο αίμας βουτημένα. 538 Κι' έφτιασε μέσα λιγδερό χωράφι, πλούσιο κάμπο, 541 φαρδύ και τριπλογύριστο· κι' εκεί πολλοί οργωτάδες ζεβγάρια στριφογύριζαν λαλώντας πέρα δώθες.

Όλοι το εύρισκαν μεγάλον και άνοστον. Ο δε κούρκος, ο οποίος εφαντάζετο ότι είναι μεγάλο υποκείμενον, διότι είχε κόκκινα γένεια, εφούσκωσε και ήνοιξε την ουράν του και ώρμησε προς το πτωχόν παπί, και εφώναξε κλου, κλου, κλου, και έγεινε κατακόκκινη η μούρη του.

Ρωμαίε, μα τα εύμορφα της Ροζαλίνας μάτια, μα το λευκόν της μέτωπον, τα κόκκινά της χείλη, μα το μικρόν ποδάρι της, την άντζαν της την ίσιαν, μα το παχοτρεμουλιαστόν μηρί της, σ' εξορκίζω, 'ς την φυσικήν σου την μορφήν εμπρός μας εμφανίσου ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Εάν σ' ακούση, βέβαια μαζή σου θα θυμώση.