Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Όταν είδε τον Μανώλην και την Πηγήν συμβαδίζοντας εμειδίασεν υπό τον παχύν μύστακά του και τους εκαλησπέρισε χωρίς να σταματήση. Μόνον δε αφού επροσπέρασε και τους δύο γέροντας, εσταμάτησεν επί μίαν στιγμήν και παρατηρήσας διά του αραιώματος των δένδρων τον προς δυσμάς ορίζοντα εφώναξε προς αυτούς: — Αέρα θαχωμε. Αυτά τα κόκκινα νεφαλάκια είνε άσφαλτα σημάδια.
Ήτονε σχεδόν παιδί ακόμα, που δεν έδειχνε πως τάχε κλεισμένα τα δεκάξη, καθώς έλεγε η θεια, ένα κοριτσάκι με κοντό φουστανάκι, απαλό και στρουμπουλό σαν κάτι άσπρες γατίτσες που νομίζεις πως δεν έχουν κόκκαλα. Είχε μεταξένια καστανά μαλλάκια με λάμψεις χρυσές και χείλια κόκκινα και υγρά, μισανοιγμένα σαν ανθόφυλλα. Σαν κάποιο ξημέρωμα γλυκό ήτον απάνω της, αλάλητο.
Και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις όλα τα παιδία· δύο αυγά κόκκινα, και τι ευτυχία! τι νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και αλλού.
Κι' έφυγε ευχαριστημένος και κουνόντας το κεφάλι με οίκτο και ειρωνεία για το Ρένα. Ίσως να νόμισε πως του είχε δόσει μια πολύ σπουδαία κι' έξυπνη απάντηση. Οι ναύτες εξακολονθούσανε να παίζουνε και να δέρνουν αλύπητα το γίγαντα. Το χαμηλό του μυαλό δε μπορούσε να καταλάβει την κατεργαριά που του κάνανε, και τα κόκκινα μάτια του αδικημένου σκύλου φούσκωναν από κρυμένο παράπονο.
Σύγνεφα μεγάλα, σταχτιά σαν βουνά αθάλης με χοντρά ισκιόφωτα, με λαγκαδιές πυκνοντυμένες, μ' εξογκώματα εδώ που άστραφτε το αφράτο μάρμαρο, με κορυφές εκεί ψιλοπελεκημένες που έλαμπε το χρυσοβαμμένο κρύσταλλο, εδώ με ποτάμια πλατιά και κόκκινα, εκεί με καταρράχτες ψηλούς, ασημόχυτους, έφραζαν από άκρη σε άκρη της δύσις τα ουρανοθέμελα.
Τα κορίτσια τιναγμένα απ' ανεπάντεχο τιναγμό, με δροσερά κόκκινα μάγουλα, με φαρδειές πλεξίδες κάτω απ' τα μαντηλάκια τους, αυτή εδώ με πεταχτά στήθη μέσα στο στενό πολκάκι της, εκείνη εκεί με κοντό φουστάνι και τις γάμπες ολόχυτες, άλλη με κοντήτερο, κι άλλη με πιο κοντήτερο ακόμα, κι άλλη πιο μικρή, κι άλλη πιο μικρούλα ντιπ, σαν πουλάκι που πρωτοτσεβίζει, μια πλημμύρα από δροσερά κεφαλάκια, με τη λιγερή κορμοστασιά και το χλωμό πρόσωπο της μαυροφόρας χήρας στη μέση, με τα ζαρωμένα μουτράκια των γριών παραπέρα, όλη αυτή η δυστυχισμένη φαμελιά, τριγύριζε τον καμπουριασμένο και ξερακιανό χωριάτη, και τον έπνιγε με φωνές, με ξεφωνητά, με άδολη και ξέχειλη χαρά.
'Σ τους ίσκιους και 'ς τους έλατους κούρευα την κοπή μου Και τα μαλλιά ήταν κόκκινα και βάψαν τα ψαλίδια· Να την βοσκήσω 'ς τα χλωρά τα ριζοβούνια βγαίνω Και τα χορτάρια κόκκινα ταύρα κι' αυτά βαμμένα· Κατέβηκα 'ς τον ποταμό να την περιποτίσω Κ' εύρα και τα νερά θολά και κόκκινα βαμμένα· Παίρνω την ακροποταμιά και φτάνω 'ς ακροβούνι, Εκεί οπού βγαίνει το νερό κι' οπού 'νε ο καταγός του, Κ' είδα κοράσιο οπώσκυψτε κ' έπινε με τα χείλια, Κ' είχε τα χείλια κόκκινα σαν με βαφή βαμμένα Και 'ς όσες βρύσες έσκυφτε να πιη, 'ς όσα ποτάμια, Έβαφαν όλα τα νερά· έβαψαν τα χορτάρια, Έβαψαν και τα πρόβατα, έβαψαν τα ψαλίδια.
Δεν το καταλαβαίνεις; «Τι σούκανε πάλε ο Τρακοσάρης;» μου λένε κάμποσοι. «Πάλε τα βάσανά σου λες;» μου λένε άλλοι. Βρε εμένα τι μούκανε; Εμένα τα βάσανά μου; Τι είμαι εγώ; Τίποτα! Σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι. Μα δεν είν' έτσι. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια τα αμέτρητα πώς κατάντησες! Κ' έπιασε τα γένεια του, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φωτιά.
Ο Κατής με προθυμίαν σηκώνει το πεύκι, και με έκστασιν βλέπει μίαν κόρην κολοβήν, μίαν ράχιν που υπερέβαινε την κεφαλήν της, και κρατημένην από χέρια και ποδάρια, και περιπλέον είχε το πρόσωπόν της μακρύ μισήν πήχυν και γεμάτο από πρίσματα, τα μάτια πετασμένα και κόκκινα ωσάν την φωτιάν, το στόμα της τρανόν ωσάν του κροκοδείλου, με τα δόντια πετασμένα έξω από τα χείλη, και η μύτη της ήτο τόσον πλατεία, που εφαίνονταν να ήσαν δύο φούρνοι.
Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν