Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Οι πλείστοι των τάφων είνε απλά κηπάρια, φυτευμένα με κόκκινα γεράνια, κόκκινες περιπλοκάδες και κόκκινες δενδρομολόχες. Το δε όνομα και αι αρεταί του υπ' αυτάς αναπαυομένου αναγράφονται επί του υπερκειμένου σταυρού ή, αν τύχη η ανύμνησις αυτών πολλά μακρά, επί φύλλου χάρτου τοποθετημένου εντός ξυλίνης θήκης, όπισθεν υαλίου ή σιδηρού πλέγματος, ως δηλοποίησις πλειστηριασμού.

Τα μεγάλα σπίτια, απάνω από το γιαλό, με τα σκοτεινά παράθυρα, έρημα από χρόνια, του φάνηκαν του ξένου πως του βάραιναν στο στήθος απάνω σα βουνά. — Δυστυχισμένο νησί, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Ρήμαξε και πάει! Ο Μπαρμπα-Νικόλας σήκωσε τα μάτια του, κόκκινα φωτιά. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια! είπε. Η φωνή του έτρεμε.

Η ντόνα Ρουθ κατάλαβε ότι ήταν ανώφελο να δικαιολογήσει στον Έφις την αδικαιολόγητη περηφάνια της Νοέμι και, έτοιμη πάντα να ακολουθήσει την γνώμη των άλλων, χάρηκε γι’ αυτό. «Θυμάσαι πόσο υπεροπτικός ήταν ο πατέρας μου;», είπε, χώνοντας μέσα στη χλωμή ζύμη τα κόκκινα χέρια της με τις γαλάζιες φλέβες. «Κι εκείνος έτσι μιλούσε.

Σ’ όλο το σπίτι βασίλευαν η γαλήνη και η ευημερία. Πάνω στους ανοιχτόχρωμους τοίχους τρεμόπαιζαν ο σκιές των φοινικόδεντρων και ανάμεσα στα φυλλώματα από τις ροδιές που χρύσιζαν τα κόκκινα φρούτα ανοιγμένα έδειχναν τους μαργαριταρένιους σπόρους τους όμοιους με δόντια μικρού παιδιού.

Έβαψε τα κόκκινα αυγά την μεγάλην Πέμπτην, εκατόν τριάκοντα περίπου, εζύμωσε δε το μέγα Σάββατον τας αυγοκουλούρας και δύο μεγάλα πρόσφορα, αναγγείλασα εις τον Παπά-Χρήστον νάχη τον νουν του, να προσκομίση από τα δικά της πρόσφορα.

Πήδησε ο αμαξάς κάτω, ένας λεβέντης με μαύρη χνουδωτή πατατούκα, με κοντό πανταλόνι, μ' άσπρες βλαχόκαλτσες και κόκκινα τσαρούχια, με μια φαρδειά ψάθα των είκοσι λεφτών στο κεφάλι, πόριχνε πυκνό ίσκιο ως το παχύ μαύρο μουστάκι του. Άνοιξε την πορτίτσα της σούστας, κι οι επιβάτες κατέβηκαν.

Δεσποινίς, απάντησε η γριά. Δεν ξέρετε την καταγωγή μου. Κι' αν σας έδειχνα τον πισινό μου, δε θα μιλούσατε, όπως μιλήσατε και θα σταματούσατε στην κρίση σας. Αυτά τα λόγια προκάλεσαν υπερβολική περιέργεια στο πνεύμα της Κυνεγόνδης και του Αγαθούλη. Η γριά τους μίλησε ως εξής. &Ιστορία της Γριάς& Δεν είχα πάντα τα μάτια θαμπά και κόκκινα ολογύρω.

Εκείνην τη στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά. — Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ' εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξης τον καλό δρόμο.

Μύτη λειανή, περίφανη, χυτή, σαν το κοντύλι Χείλια γλυκά και κόκκινα, σαν ανοιγμένο ρόιδο, Μάγουλα, σαν τριαντάφυλλα, μοσκόβολα, δροσάτα, Στόμα μικρό και νόστιμο, στα γέλοια βουτηγμένο, Άσπρα δοντάκια ξέξασπρα , σαν το μαργαριτάρι, Κατακαθάριο πρόσωπο, σαν την αυγή δροσάτο. Μακρυά μαλλιά μεταξωτά, σ’ ολόμαυρες πλεξίδες, Λαιμό, σαν χήνας κάτασπρο, και χέρια λεφαντένια.

Σε λίγη ώρα ήρθε η μαμμή, κοντόχοντρη σα πάπια, με κόκκινα μάτια, με ζαρωμένο πλακωτό πρόσωπο, σκεπασμένη μ' ένα κιτρινισμένο μαύρο σάλι, με το νιογέννητο τυλιγμένο στις φασκιές του, ένα μικρό εκεί πανένιο δεματάκι, π' ανάμεσά του μόλις χώριζε ένα κομματάκι άσπρης σάρκας, ένα κεφαλάκι σχεδόν άμορφο, απαλό, τρυφερό.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν