Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Ανοίξατε την πορτίτσα σας εις την φτωχήν, την άμοιρην, την έρημην γρήτσα. Θα σας δώσω την ευχούλα μου, να τα χιλιάνετε, να τα μυριάνετε, να πάρετε τα χρονάκια μου, όχι τα βάσανά μου. Πάντα μοναχή, έρημη και σκοτεινή ζω εις αυτόν τον κοσμάκη. Δεν έχω ψωμάκι, δεν έχω λαδάκι, δεν έχω φαγάκι. Ανοίξατε την πορτούλα σας χριστιαναίς.

Όλα αυτά η Κουκκίτσα τα είχε φυτεύσει. Αυτή τα επότιζεν, αυτή τα ανέτρεφε. Τα νερό το έφερνε μακράν, από κάτω, από το πηγαδάκι της Φτελιάς, γεμίζουσα μίαν μικρήν στάμναν, την ώραν οπού ήθελε διέλθει από κει διά να αναβή τον ανήφορον. Η πορτίτσα ήτον χαμηλή, να σκύψης και να έμβης. Τα θυρόφυλλα τεφρά και από της βροχαίς και από τους ήλιους σχισμένα ως διά μαχαιριού.

Πήδησε ο αμαξάς κάτω, ένας λεβέντης με μαύρη χνουδωτή πατατούκα, με κοντό πανταλόνι, μ' άσπρες βλαχόκαλτσες και κόκκινα τσαρούχια, με μια φαρδειά ψάθα των είκοσι λεφτών στο κεφάλι, πόριχνε πυκνό ίσκιο ως το παχύ μαύρο μουστάκι του. Άνοιξε την πορτίτσα της σούστας, κι οι επιβάτες κατέβηκαν.

Την άνοιγε την πορτίτσα του κλεισμένην με ένα ξύλινον μανδαλάκι και έμβαινε μέσα ο παπά-Κονόμος, υψηλός, ξηραγκιανός, με πολιάν γενειάδα ως το στήθος, με την μορφήν πραείαν και ήμερον, την ώραν, πάντοτε όπου βραδυάζει και ανάπτουν τα φώτα. Εκείνην την ώραν απερνούσε πάντοτε αποκεί αναχωρών από την Κεχριάν. Οι ανθρακείς εκοιμώντο εις το δάσος πίσω.

Μεσοκομμένος και κάθιδρος ανήλθε την ξυλίνην σκαλίτσαν του οίκου του. Εξεκλείδωσε την πορτίτσα και εισελθών ερρίφθη κατάκοπος επί του πενθίμως ενδεδυμένου ανακλίντρου του, ενός μεγάλου νησιωτικού καναπέ, όστις έπιανεν όλην την πλευράν του τοίχου. Έβγαλε το καλυμάχι του να ξανασάνη. Θα ήτο μεσημέρι και τα καύμα έκαιεν.

Ανοίγει δε η πορτίτσα και εμβαίνει ο μπάρμπα-Γιωργός κοντός και κυφός, κατάκοπος, από τα βουνόν ερχόμενος με ζαλίκαν ξύλα. Επροσκύνησε πρώτα και εκεί οπού κατηυθύνετο εις το στασιδάκι να ξεκουρασθή, βλέπει τον γέροντα ιερέα ψιθυρίζοντα ευχάς. — Βλοείτε! εχαιρέτισεν ο βοσκάς καλογηρικώς, μαθημένος από το Καινούριο Μοναστήρι, όπου υπήρχεν αγιορείτικη τάξις.

Αλλά μίαν εσπέραν, λησμονήσας, επήρε τον δρόμον του Αγίου Αντωνίου κατά την επιστροφήν, και διελθών από τα σκοτεινόν πηγάδι του Αχειλά και περάσας τα επτά ρεύματα, γεμάτα νερό, έφθασεν εις τον πευκώνα τον μεγάλον, και αίφνης αντίκρυσε μακρόθεν την πορτίτσα του Αγιαντώνη. Έκαμε τον σταυρόν του από ευλάβειαν, αλλ' εταράχθη.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν