United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα ο Μπάρμπα-δήμαρχος δεν είχε μυστικά από την γυναίκα του· τον εκακομεταχειρίζετο καμμιά φορά αληθινά, για την κουταμάρα του, αλλ' είχεν ως είπομεν δύο ψυχάς. Και προς τον άνδρα της, όσον και κακομοιριασμένον, ωμίλει με την πραείαν ψυχήν, ως και προς την κόρην της. Με όλον το ύψος της το άνοστον και το χρώμα της το μαύρον είχε καμμιά φορά όψες γλυκές και εύμορφες η Μιλάχρω.

Ενόμιζέ τις ότι εκείνο το άχαρι και υψηλόν σώμα είχε δύο ψυχάς συγκοινωνούσας διά κοινού στόματος, μίαν απειλητικήν ως σατανάν διά τας γυναίκας, αι οποίαι την περιεφρόνουν, και μίαν πραείαν ως Χερουβίμ διά την θυγατέρα της, το εύμορφο Χρυσώ της.

Την άνοιγε την πορτίτσα του κλεισμένην με ένα ξύλινον μανδαλάκι και έμβαινε μέσα ο παπά-Κονόμος, υψηλός, ξηραγκιανός, με πολιάν γενειάδα ως το στήθος, με την μορφήν πραείαν και ήμερον, την ώραν, πάντοτε όπου βραδυάζει και ανάπτουν τα φώτα. Εκείνην την ώραν απερνούσε πάντοτε αποκεί αναχωρών από την Κεχριάν. Οι ανθρακείς εκοιμώντο εις το δάσος πίσω.

Ο Γιαννιός έκραξε με πραείαν φωνήν: — Μη φοβήσθε κορίτσια, δεν είμαστε στοιχειά. Κ' έπειτα σεις από στοιχειά θα είσθε μαθημένες να βλέπετε 'δώ κάτω. Τα τρία κοράσια εγέλασαν οξύν αργυρόηχον γέλωτα, όπως γελούν η Νεράιδες. — Εδώ έρχεσθε και παίρνετε νερό; είπεν ο Νικολός. Δεν έχει νερό κάτω στο μύλο; — Έχει, μα δεν της αρέσει της μαννούς μας, είπεν η μία, η μεγαλυτέρα εκ των τριών.

Επηρεάζετο τότε από την πραείαν ψυχήν, από το μυστηριώδες Χερουβίμ. Τον είχε περιποιημένον και καλοενδεδυμένον τον μικροκαμωμένον άνδρα της. Τι μόνον ήθελε; Να της κουβαλή κλάρες ακαταπαύστως. Διά τούτο είχον και οι δύο εμπιστοσύνην αναμεταξύ των τουλάχιστον το επίστευεν η Μιλάχρω. Ούτως η Θεια-Σταματίτσα απήλθεν άπρακτος. — Πιστεύεις, παιδί μ'; είπεν εις τον ανεψιόν της τον Στεφανάκην.

Η μάνα της της έδωκε να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάση η Φραγκογιαννού. — Κουράγιο, κοπέλλα μ', είπεν αύτη με πραείαν φωνήν. — Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα. Την εκύτταζε με απορίαν, κ' εδυσκολεύετο να την αναγνωρίση. — Ο Θεός μ' έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού. — Καλά που ήρθες, εδήλωσε τότε και η γραία.

Την κόρην της την ανέτρεφεν η φιλόστοργος μήτηρ «μη στάξη, μη βρέξη» αυτή πονούσα, αυτή κοπιάζουσα και περιέπουσα αυτήν με την άλλην ψυχήν της την δευτέραν, ως είπομεν, την πραείαν ως Χερουβίμ. Την είδον ποτε να ξενοδουλέψη, να υπερβή το κατώφλιον του σαθρού οίκου; Ήτο αυτή ικανή να την ζήση, να την μεγαλώση.