United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλες γυναίκες, χλωμές, κάθονταν να ξεκουραστούν επάνω στις πέτρες από τους χαμηλούς φράχτες που περικύκλωναν μια εξωτερική αυλή. Ο Έφις κοντοστάθηκε κουρασμένος, με το δισάκι να του γλιστρά από τους ώμους, και ξεκίνησε την κουβέντα μαζί τους. «Πού βρίσκεται ο ντον Τζατσίντο;» «Ποιος; Εκείνος από το Μύλο; Εδώ, πιο πάνω. Τι του κουβαλάς μες στο δισάκι; Είσαι ο υπηρέτης του;» «Ναι.

Κουβαλεί νερό, πάγει στον μύλο, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ' αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ' ανάφτη με το χέρι του! Κ' εγώ δα μαθές πώς να τον διώξω ύστερα, αφού τον εκύτταξα εφτά μήνες μέσ' στο στρώμα, σαν το παιδί μου! Ας τώβρη από τον Θεό όποιος τον εκατάντησε σε τέτοια δυστυχία!

Ο τυφλός γνώριζε καλά πότε γίνεται κάθε πανηγύρι και ποιόν δρόμο έπρεπε να πάρουν και ήταν εκείνος που οδηγούσε το σύντροφό του. Περνώντας από το Νούορο ο Έφις τον οδήγησε προς το Μύλο, τον άφησε ακουμπισμένο σ’ ένα τοίχο και πήγε να χαιρετήσει τον Τζατσίντο. «Φεύγω για τόπους μακρινούς. Αντίο. Να θυμάσαι την υπόσχεσή σου.» Ο Τζατσίντο ζύγιζε ένα σακί αλεσμένο κριθάρι.

Τότε ο Έφις θυμήθηκε το πανηγύρι στο Ριμέντιο, τη Νατόλια και την Γκριζέντα που χόρευαν έχοντας στριμώξει ανάμεσά τους τον ξένο και ένας δυνατός πόνος τον διαπέρασε, αλλά ο πόνος αυτός του δημιούργησε μια έντονη επιθυμία μα κάνει κάτι ενάντια στη μοίρα. «Πού μπορώ να τον βρω; Να είναι στο Μύλο τώρα;» «Κατά φωνή…

Έτσι πήγαινε η δουλειά, όντας μια μέρα το μπεόπουλο της χώρας γυρίζοντας απ' το κυνήγι, πέρασε με τ' ασκέρι του απ' το μύλο κοντά το μεσημέρι. Ο μυλωνάς σα ραγιάς τους δέχτηκε χαρούμενος, θέλοντας μη θέλοντας. Έσφαξε καπόνια κι έστειλε στη χώρα για κρασί. Το μεσημέρι κάθισαν στην τάβλα το μπεόπουλο και τα συντρόφια του καμιά εικοσαριά.

Ενώ δ' εξηκολούθουν ούτω τας ερεύνας των, ηκούσθη η φωνή του Μάρτη, ο οποίος έλεγε με βραχνήν και διακοπτομένην φωνήν, ως παραληρών: — Α! μα το Σταυρό· ποτέ δεν το είχα παθημένο. . . Εμένα να σκοτίση το κρασί! θα είχε ύψο, ύψο πολύν. . . Τι διάβολο τον θέλουνε τον ύψο; καλά ρετσίγκι, το νοιώθω· είνε καλό, βαστάει γερό το κρασί· μα τον ύψο; — για να βαρήτο κεφάλιμάλιστα!. . . Μωρέ πώς την έπαθαν ως τόσο οι φίλοι! τόρα θα έρθουν και θα 'βρούν, το μύλο χάρβαλο και το νερό κομμένο. . . . Μα ποιος τους φταίει; τους φταίω 'γώ; — όχι!. . . εγώ έπια από τον πύρο μου.

Καταλαβαίνετε: έξω ήταν η γιαγιά που έσπρωχνε την πόρτα και την εμπόδιζε να φύγει. Τότε, μια φορά, πήγα εγώ στο Νούορο. Βρήκα το γαμπρό μου σ’ ένα μέρος που έμοιαζε με την κόλαση: στο Μύλο. Του τα είπα όλα. Τότε εκείνος ζήτησε τρεις μέρες άδεια και ήρθε μαζί μου. Νοίκιασε ένα άλογο, επειδή κοστίζει λιγότερο από το αμάξι, και μ’ έβαλε στα καπούλια.

Θεός να φυλάγη τον κόσμο από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με τον θάνατο! Μα βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ' εκείνος εγλύτωσε. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ' έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται σ' ένα μύλο.

Ο Γιαννιός έκραξε με πραείαν φωνήν: — Μη φοβήσθε κορίτσια, δεν είμαστε στοιχειά. Κ' έπειτα σεις από στοιχειά θα είσθε μαθημένες να βλέπετε 'δώ κάτω. Τα τρία κοράσια εγέλασαν οξύν αργυρόηχον γέλωτα, όπως γελούν η Νεράιδες. — Εδώ έρχεσθε και παίρνετε νερό; είπεν ο Νικολός. Δεν έχει νερό κάτω στο μύλο; — Έχει, μα δεν της αρέσει της μαννούς μας, είπεν η μία, η μεγαλυτέρα εκ των τριών.

Εις το Κακόρεμα τας εύρεν η νυξ, οπόθεν διερχόμεναι, είδον ονάριον φορτωμένον, και τον γέρω- Μπαρέκον, οδηγούντα αυτό εκ των όπισθεν, όστις χωρίς πάλιν να ερωτηθή είπεν: — Ολίγο άλεσμα πήρα από τον μύλο! Ο πονηρός ποιμήν δύο εργασίας έκαμεν εκείνην την ημέραν.