Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Θυμάσαι τότε που ήρθες στο Μύλο και σε ρώτησα πού πήγαινες; Κι εσύ απάντησες: σ’ ένα ωραίο μέρος. Δεν το θυμάσαι; Άνοιξε τα μάτια, κοίταξέ με. Πού πήγες;…» Ο Έφις άρχισε πάλι να αισθάνεται άσχημα. Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια, τα ξανάκλεισε∙ ήταν κιόλας βαριά τα βλέφαρά του από τον ύπνο του θανάτου.
Με το καϊκάκι το βράδυ βράδυ προς το ηλιοβασίλεμμα, πλέοντας τη νερατόστρωτη λίμνη, βγήκαμεν από τη Σκάλα του Κάστρου σε μιάμισην ώρα εις τ' αντίπερα βουνό της Καστρίτσας κατά το μύλο του Βεήπ Εφέντη. Ο μύλος τούτος βρίσκεται στα βάθη της λίμνης, κατά την όχθη, μέσα σε πυκνόν καλαμιώνα. Στρέφεται με τα νερά της κι απαντιέται απ' αυτά με ψηλό και κουρασανόχτιστον τοίχο.
Οι γυναίκες που φέρνουν το σιτάρι στο Μύλο μαζεύονται γύρω του ενώ είναι σκυμμένος και ζυγίζει το αλεύρι και τον κοιτάζουν με μητρικό βλέμμα, με ερωτικό βλέμμα.
Ο Λιάκος που τον είχε νανουρίση στα γόνατά του μια φορά, γιατ' είτανε παιδί φίλου του γκαρδιακού, αρραβώνιασε την τσούπα του με δαύτον και γύρευε να βρη εποχή να τον κάμη ν' αφήση τα βουνά και ναρθή να δουλέψη μαζί του στο μύλο για να κάμη το γάμο. Αυτός γέρος είταν και μεις οι γέροι τι καρτερούμε άλλο από τον τάφο!...
Ο Λιάκος δεν έβγαλε μιλιά, μονάχα γύρισε τα μάτια του προς τον τοίχο, που κρέμουνταν το καρυοφύλλι του και το γιαταγάνι του. — Άιντε, ορέ μυλωνά, να μας φέρνης τη Λουλούδω, είπε γελούμενο το μπεόπουλο. Ο άτυχος πατέρας σ' αυτά τα λόγια, ένιωσε το μύλο του να γυρίζη σα σφοντήλι στα μάτια του. — Όπως ορίζης, μπέη μου, αποκρίθηκε, μα το κορίτσι, δεν είνε εδώ· πήγε χαράζοντας σε μια κουμπάρα μας.
Κύτταξε τον λύκο του τουφεκιού μου σηκωμένο! Αν με το πης, σε χαρίζω ό τι μου έκλεψες. Αν το κρύψης, χάνεις την ζωή σου! — Έτσι του είπα, και καλά έκαμα. Γιατί ο μυλωνάς ήταν δειλός κλεφταποδόχος, και σαν είδε τα στενά: — Υποσχέσου, μοι είπε, πως δεν θα κάμης το φονικό μέσα στον μύλο μου και σου δείχνω τον άνθρωπό σου. Υποσχέθηκα. — Κρύψου, λοιπόν, μοι είπεν, εδώ από πίσου.
Χέρια και κεφάλι, λαιμός και στήθη κατάζαρκα, μ' ένα μαύρο κι ηλιοκαμμένο δέρμα, με τρύπια γουρνοτσάρουχα στα πόδια. — Για σου καλόπαιδο, μουρμούρισαν κι οι δυο. — Από πού, ώρα καλή, γέροντα; — Η γριά ακούμπησε στο σακκί της λαχανιάζοντας ακόμα από το δρόμο, ο γέρος αποκρίθηκε ξέψυχα: — Απ' το μύλο και στο χωριό, παιδί μου. Αλέσαμε λίγο καλαμπόκι.
Η πιο ήσυχη γωνιά ήταν εκείνη των Πιντόρ. Καθισμένες μέσα στην καλύβα τους έτρωγαν με τον Έφις ψητό αρνί και μιλούσαν για τη Νοέμι που βρισκόταν μακριά και για τον Τζατσίντο, για τον παπά και τον Μιλέζο, χαμογελώντας χωρίς κακία. «Τις πρώτες μέρες», είπε η ντόνα Ρουθ κόβοντας ένα μικρό γλύκισμα σε τρία ίσα μέρη, «ο Τζατσίντο έλεγε συνέχεια ότι ήθελε να φύγει για το Νούορο, όπου τον περίμενε μια θέση στο μύλο.
Εκράτησε τον γέρον από των δύο ώμων, και του είπε με τόσον απαλήν, αλλά και λεπτήν φωνήν, ώστε και κωφός θα ήκουε: — Ακούς, γέρο;...ήρθαν εκείνοι, να μας κλέψουν την Λουκρητία, ή να μας πάρουν τον μύλο και τα κτήματα... Έχω εδώ το ρεβόλβερο... Σήκω, να ιδούμε τι θα κάμωμε... μη μας σπάσουν την πόρτα, γέρο-Σταμάτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν