Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Όταν οι πρώτες καταστροφές αυτής της φριχτής πανούκλας περάσανε, πουλήσανε τις σκλάβες του μπέη. Ένας έμπορος μ' αγόρασε και μ' έφερε στο Τούνεζι. Με πούλησε σ' έναν άλλον έμπορο, που με ξαναπούλησε στην Τρίπολη· από την Τρίπολη ξαναπουλήθηκα στην Αλεξάντρεια· από την Αλεξάντρεια στη Σμύρνη· από τη Σμύρνη στην Πόλη.

Η αποστολή μου τέλειωσε, είπε ο έντιμος ευνούχος, Θα μπαρκαριστώ στην Κιούτα και θα σας πάω πίσω στην Ιταλία. &Μα τι συφορά να μην έχης αρχίδ ....& Τον ευχαρίστησα με δάκρυα όλο τρυφερότητα· αλλ' αντίς να με πάη στην Ιταλία μ' έφερε στο Αλγέριο και με πούλησε στον μπέη αυτής της χώρας.

Οι πιώτεροί μας, μήτε μας περνάει από το νου μας πως έχουμε πάθια. Φυσικώτατο. Τη βρήκαμε την ψώρα στον τόπο που γεννηθήκαμε. Ίσως μερικοί θα παραξενεύουνται που δεν την έχει κι όλος ο κόσμος. Δάσος χωρίς θεριά και φείδια, πέτρες δίχως σκορπιούς, — πού ακούστηκε! Και καταντάει να δοξάζουμε το Θεό που είναι απλή σκλαβιά, και δεν έχουμε και χερότερα. Μας έκλεψαν ώρα πολλή του Μπέη οι Χανούμισσες.

Το κρασί, πόλεγαν πως δεν τόπιναν οι Τούρκοι, άρχισε να τους βαράη στο κεφάλι. Εκεί απάνω γυρίζει το μπεόπουλο και λέγει στο μυλωνά: — Έχεις κανένα κορίτσι γέροντα; Ο μυλωνάς τα χρειάστηκε κι είπε. — Έχω κ' εγώ ένα ορφανό, μπέη μου. — Κ' είνε όμορφη, σαν πως λένε, η Λουλούδω σου γέροντα;

Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας και κράζει τον μπέη παράμερα: — Ένας γέροντας λέγει, εφάνηκε στην Πεζούλα ερχάμενος από τη θάλασσα. Έρχεται να γιατρέψη τη μπεοπούλα. Καθώς τ' ακούει εκείνος ευθύς αναγάλλιασε. — Τρέξετε γλήγορα, λέγει στους ανθρώπους του· γλήγορα να μου φέρετε τον γέροντα. Τρέχουν εκείνοι αστραπή, βρίσκουν ένα κοντό και κακοτράχαλο γεροντάκι καβάλα σε μια κασσέλα.

Πάει στη λίμνα ολόχαρος, και γελαστός πάει στην οχθιά, και ζυγώνει αποκεί την καταβόθρα. Βγάνει τη φλογέρα απ το σελάχι του και τη φιλεί, τη φιλεί. Δακρύζει και την πετάει στην καταβόθρα. Και φέβγει, φέβγει, αφίνει πίσω του του Μπέη τις άπειρες κοπές και τα πυκνά της Αρκαδίας τα δάσα.... — Χάι! Ψαρή μ', χάι ! μαγκουφίτη μ'.... — Οπού λες.

Ο Λιάκος δεν έβγαλε μιλιά, μονάχα γύρισε τα μάτια του προς τον τοίχο, που κρέμουνταν το καρυοφύλλι του και το γιαταγάνι του. — Άιντε, ορέ μυλωνά, να μας φέρνης τη Λουλούδω, είπε γελούμενο το μπεόπουλο. Ο άτυχος πατέρας σ' αυτά τα λόγια, ένιωσε το μύλο του να γυρίζη σα σφοντήλι στα μάτια του. — Όπως ορίζης, μπέη μου, αποκρίθηκε, μα το κορίτσι, δεν είνε εδώ· πήγε χαράζοντας σε μια κουμπάρα μας.

Έχω μιαν αδελφή στο κτήμα μας — η ωραία των ωραίων. Μια φορά να την διης θα χάσης τον νου σου. — Έ! και ο Κιαμήλης μου νέος ήτανε, και καλός ήτανε, και άξιος ήτανε. Μα ο πατέρας της κόρηςτον αγαπούσε, δεν λέγω πως δεν τον αγαπούσεμα γαμβρόν του δεν τον ήθελε. Γιατί ήτανε, λέγει, σουλτάνης από αυτούς που γεννιούνται από ταις σκλάβαις του σουλτάνου, και ήθελε να πάρη κανένα Μπέη, κανένα Πασσά.

Από τον Μωριά, από τη Ρούμελη, την Έγριπο και την Αθήνα οι πλουσιώτεροι και αντρειώτεροι μπέηδες και αγάδες, έστειλαν πλούσια κανίσκια ν' αρραβωνιάσουν τη Γκιουλχανούμ. Αλλά ο Μπέης όταν αποφάσισε να την παντρέψη δεν εύρεν άλλον καλήτερον από τον Μωσά Μπαρδούνια, τον ξακουσμένον Μπέη των Μπαρδουνοχωριών. Μ' εκείνον την αρραβώνιασε. Αχ! κακό μάτι επαράστεκε στη χαρά της άμοιρης.

Ορίστε ένα ταπεινότατο τεμενά. Για να μην ξεσυνηθίσω, τον κάμνω κάθε πρωί του Μπέη που γυρίζει το ροδάνι του πηγαδιού μου. Έτσι μου φαίνεται πως είναι και κείνος σοβαρός και μεγαλόπρεπος σαν την Αφεντειά σου. Μόνο που δουλεύει εκείνος. Εσύ έχεις μοναχά τις βασιλικές του τις χάρες. Αυτός έχει και την υπομονή, και την ουρά, και ταυτιά.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν