United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στρατοπεδεύσαντες δε έμπροσθεν του Ορχομενού, επολιόρκουν πάντες και έκαμναν εφόδους όχι μόνον διά να κυριεύσουν τον Ορχομενόν, αλλά και διότι ευρίσκοντο όμηροι εκ της Αρκαδίας κατατεθέντες εκεί υπό των Λακεδαιμονίων.

Οι Κυρηναίοι, κατόπιν της συμβάσης συμφοράς, έπεμψαν εις τους Δελφούς διά να ερωτήσωσι ποίαν διοίκησιν παραδεχόμενοι ήθελον ευτυχήσει. Η Πυθία τους διέταξε να φέρωσιν από την Μαντίνειαν της Αρκαδίας ένα συμβιβαστήν. Έπεμψαν λοιπόν και εζήτησαν οι Κυρηναίοι· οι δε Μαντινείς τοις έδωκαν σημαντικώτατόν τινα άνθρωπον της πόλεώς των, όστις εκαλείτο Δημώναξ.

Κατά το αυτό θέρος οι Λακεδαιμόνιοι, υπό την οδηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Πλειστοάνακτος του Παυσανίου, εισήλθαν εις την χώραν των Παρρασίων της Αρκαδίας, οι οποίοι ήσαν υπήκοοι των Μαντινέων.

Φαίνεται ότι η σήμερον καλουμένη Ελλάς δεν κατωκείτο διαρκώς έκπαλαι, αλλά πρότερον συνεκροτείτο εκ μεταναστάσεων και ευκόλως καθείς εγκατέλειπε την εαυτού χώραν, βιαζόμενος υπό τινων πάντοτε πλειόνων. Μάλιστα δε της γης η αρίστη είχε κατοίκων πάντοτε μεταβολάς, η σήμερον Θεσσαλία καλουμένη, και η Βοιωτία, και τα πλείστα της Πελοποννήσου πλην της Αρκαδίας, και αι άλλαι χώραι αι μάλλον εύφοροι.

Έλα κοντάμου, παληκάρι, στης Αρκαδιάς τα δάση απάνου, έλα!» Ο Αργύρης θυμώνει, βρίζει, σκούζει, μα ήταν αδύνατο πράμα, και δεν έτυχε νάχη αρματωσιά στο σεχαχλίκι του, για να μπορέση ναντισταθή. Έδοσε μια ο Μπέης, τον άρπαξε στην αγκαλιά του· τον κάθησε πισωκάπουλα στ' αράπικο τάτι του. Εκάρφωσε τα σπερούνια στα πλεβρά ταλόγου, έκαμε τάτι φτερά και δώθε παν οι άλλοι.

Χάθηκε μέσα τον κάμπο, συνεπαίρνοντας του χωριού το καμάρι, της καψο-Ζαχαρούλας την παρηγοριά... — Χάι! χάι! Ψαρή μ'... — Οπού λες. Απάνου στης Αρκαδιάς τα πυκνά τα δάσα εκ' ήταν οπέβοσκε τις άπειρες κοπές του Μπέη, του Νάκο-Μήτρα ταρφανό. Κ' εκ' ήταν οπούχε τα μαντριά του. Ήταν κοντά μια λίμνα απόδιπλα. Σαλάχαε ο Αργύρης τα πρόβατα στη λίμνα, να τα ποτίση.

Πάει στη λίμνα ολόχαρος, και γελαστός πάει στην οχθιά, και ζυγώνει αποκεί την καταβόθρα. Βγάνει τη φλογέρα απ το σελάχι του και τη φιλεί, τη φιλεί. Δακρύζει και την πετάει στην καταβόθρα. Και φέβγει, φέβγει, αφίνει πίσω του του Μπέη τις άπειρες κοπές και τα πυκνά της Αρκαδίας τα δάσα.... — Χάι! Ψαρή μ', χάι ! μαγκουφίτη μ'.... — Οπού λες.

Καληώρα όπως εμείς τόρα, έτυχε να διαβαίνη κείνη την ώρα τη δεμοσιά ο Μπέης της Αρκαδίας, ερχάμενος από το Μαραθονήσι και πηγαινάμενος στην Τριπολιτσά. Μες την ώρα, εγλυκολάλειε η φλογέρα τ' Αργύρη στο Βαθυλάκωμα απάνου κι άκουσε ο Τουρκάλας διαβαίνοντας το γλυκολάλημα της φλογέρας δωκάτου, που απαλό, τρυφερό στην πρωινή σιγαλεριά μέσα, ακουότανε στη δεμοσιά το βαθιό του ταντίφωνο.

Ο Πλειστοάναξ ούτος είχεν εξορισθή άλλοτε επί τη υποψία ότι είχε δωροδοκηθή και εκκενώσει την Αττικήν· καταφυγών δε εις το Λύκαιον όρος της Αρκαδίας κατώκει διά τον φόβον των Λακεδαιμονίων εις οικίαν συγκοινωνούσαν κατά το ήμισυ μετά του τότε ιερού του Διός.