United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και σα ναν τούπειθε το νου στα στήθια μέσα, κι' ότι έκανε του παραγιού ναν του τον δώκει δίπλα ναν του τον πάει στα γλήγορα καράβια, να! τρεχάτος ο αδερφός του απ' αντικρύ προφταίνει και του σκούζει «Μενέλα, α μα αδερφούλη μου, τι τους φυλάς τους άντρες; 55 Σ' τόσαξαν τάχα μια χαρά το σπιτικό σου οι Τρώες!

Μα αφτός με βροντερές φωνές δεν έπαβε να σκούζει «Τ' Ατρέα γιε, τι φταίξαμε και πάλι; τι σου λείπει; 225 Γιομάτο το καλύβι σου μαθές χαλκό, γυναίκες έχεις πολλές και διαλεχτές, που πρώτα πρώτα εσένα σ' τις δίνουμε άμα μπούμε εμείς σε κάνα πλούσιο κάστρο.

Κατόπι τον Τληπόλεμο κι' Αφοτερό κι' Επάλτη, 415 τον Έχιο και τον Έβιππο και το Βιφιά και Πύρη και τον Ερύμα και το γιο του πρωταρχόντου Αργέα, τους έστρωσε όλους σωρεφτούς στη γης την πλουτοδότρα. Μα άμα τότ' είδε ο Σαρπηδός τους άφασκιους συντρόφους π' απ' τ' αντριωμένου σφάχτηκαν Πατρόκλου το κοντάρι, 420 γυρνάει με λόγια αγγιχτικά και σκούζει στους Λυκιώτες «Παιδιά, πού φέβγετε; Ντροπής!

Μήπως θυμώσει ο βασιλιάς τηράξτε και μας βλάψει, 195 κι' είναι ο θυμός του φοβερός, και τούδωκε εξουσία ο Δίας, και τον αγαπάει αφτόνε ο γιος του ΚρόνουΜα όπιο θωρούσε απ' το λαό να σκούζει, του τραβούσε μια δυο ραβδιές, και τούλεγε με θυμωμένα λόγια «Βρε μη κουνιέσαι κι' άκουγε τους άλλους τι θα πούνε, 200 πούναι απ' τα σένα ανότεροι!

Τόσο σε ξέρα θάλασσας το κύμα δε βουήζει, σαν το θεριέβει οχ τα βαθιά κακού βοριά φουρτούνα· 395 τόσο δεν τριζοσαλαγάει μήτε η φωτιά, άμα αρχίσει πέφκους να καίει αρίφνητους σε βουνοπλαγιά κι' όρη· τόσο δε σκούζει ο άνεμος σ' ορθόκλαρα τριγύρω λογγόφραξα, όπου πιο πολύ μουγκρίζει σα φρενιάσει, όση φωνή τότε άχησε απ' Αχαιούς και Τρώες, 400 σα χοίμισαν να φαγωθούν κακόστριγγα αλυχτώντας.

ΣΤΕΦΑΝ. Έλα τώρα, δείξε μας το δρόμο, δίχως τόσες πολυλογίες. Τρίνκουλε, επειδή ο βασιλέας και όλ' η συντροφιά μας επνιγήκανε, εμείς τα κληρονομούμ' εδώ. Να, βάστα το φλασκί. Συντεχνίτη μου Τρίνκουλε, το ματαγεμίζουμε σε λίγο. Υγεία σ' αφίνω, αφέντη μουΤΡΙΝΚ. Το τέρας σκούζει, το τέρας μεθάει. ΚΑΛΙΜΠ. Καλάμια δεν σμίγω Για ψάρια πιλιό. Δεν πάω κάθε λίγο Για ξύλα, το ζω. Δεν τρίβω ταρμάρια.

'Ψηλάτο Νεραϊδόρρεμμα, που από το βράχο απάνου Πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βογγάει Και φκιάνει λίμνη και γιαλό, και θεριωμένο εκείθε Πηδάει ταις πέτραις σαν στοιχειό και χάνεται 'ςτά πεύκα, Εκεί ο Γιαννούλας φύλαγε μια νύχτα με φεγγάρι, Να 'ρθούν τα 'λάφιατο νερό να λαφοκυνηγήση. 'Σ τον ουρανό μεσάνυχτα δείχνει ο Σταυρός κ' η Πούλια. Φυλάει αυτός ακοίμητος.

Έλα κοντάμου, παληκάρι, στης Αρκαδιάς τα δάση απάνου, έλα!» Ο Αργύρης θυμώνει, βρίζει, σκούζει, μα ήταν αδύνατο πράμα, και δεν έτυχε νάχη αρματωσιά στο σεχαχλίκι του, για να μπορέση ναντισταθή. Έδοσε μια ο Μπέης, τον άρπαξε στην αγκαλιά του· τον κάθησε πισωκάπουλα στ' αράπικο τάτι του. Εκάρφωσε τα σπερούνια στα πλεβρά ταλόγου, έκαμε τάτι φτερά και δώθε παν οι άλλοι.