United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευχαρίστησα τον φιλόσοφον διά την προθυμίαν και αγάπην που προς εμέ έφερνε, και αντίς να φοβηθώ τες ετοιμασίες των εχθρών μου δεν έβλεπα την ώραν πότε να φθάσουν εις τα σύνορα μου· επειδή και ήμουν βέβαιος πως δεν ήθελαν με βλάψει, έχοντας μαζύ μου τον αγαπημένον μου Αβικένα. Δεν επέρασαν πολλές ημέρες και εκείνοι οι δύο βασιλείς χωρίς αργοπορίαν επλησίαζαν εις τα σύνορα του βασιλείου μου.

Ετούτη η προσταγή μού εστάθη θλιβερά τόσον όσον εστάθη χαροποιά του Λάλα μου, ο οποίος μη ημπορώντας να κρύψη την ευχαρίστησίν του μου είπεν. Αχ, κύριέ μου, τώρα σε βλέπω έξω από κάθε κίνδυνον η βασιλοπούλα δεν θέλει έβγει πλέον εις το εξής από το σεράγι της, και η ωραιότης της δεν θέλει βλάψει πλέον το γένος των ανθρώπων, και δεν ημπορώ αρκετώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν δι' αυτό το αίτιον.

Μήπως θυμώσει ο βασιλιάς τηράξτε και μας βλάψει, 195 κι' είναι ο θυμός του φοβερός, και τούδωκε εξουσία ο Δίας, και τον αγαπάει αφτόνε ο γιος του ΚρόνουΜα όπιο θωρούσε απ' το λαό να σκούζει, του τραβούσε μια δυο ραβδιές, και τούλεγε με θυμωμένα λόγια «Βρε μη κουνιέσαι κι' άκουγε τους άλλους τι θα πούνε, 200 πούναι απ' τα σένα ανότεροι!

ΠΡΟΣΠ. Όχι, κόρη μου· τρώει και κοιμάται, κ' έχει τες ίδιες αισθήσεις, που έχουμε κ' εμείς· τες ίδιες· τούτος ο καλός νέος, που βλέπεις, ευρέθη στο καραβοτσάκισμα, και, αν δεν τον είχε βλάψει κομμάτι η θλίψη, η οποία είναι ο μαρασμός της ωμορφιάς, μπορούσες να τον ειπής ωραίον.. Έχασε τους συντρόφους του, και περιπλανιέται να τους εύρη.

Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' εφευρήκεν άλλο, να φανισθή των αυθαδών υβριστικών μνηστήρων, 410 ότι έμαθετο δώμα της τον κίνδυνον του υιού της• ο Μέδοντας ο κήρυκας όσ' άκουσε της είπε. και με ταις κόραις συνοδιάτο μέγαρο κατέβη• και ως έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκατους μνηστήραις, της στερεοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη, 415 κ' εκράτει εμπρός την όψι της το μαλακό μαγνάδι, και με βαρείς ονειδισμούς τότ' είπε του Αντινόου• «Κακούργε Αντίνοε και υβριστή! καιτην Ιθάκη σ' έχουν πρώτον απ' τους ομήλικαιςτην σκέψι καιτους λόγους• και τέτοιος δεν ήσουν ποτέ• τρελλέ, πώς οργανίζεις 420 του Τηλεμάχου θάνατον εσύ; δεν έχεις σέβας των ικετών, ενώαυτούς μάρτυρας είναι ο Δίας; και να οργανίζουμε κακά των άλλων, είναι κρίμα. δεν ξεύρεις, 'που ο πατέρας σουεμάς ικέτης ήλθε; τι τον εμίσησε ο λαός, ότ' είχ' εκείνος βλάψει 425 τους Θεσπρωτούς με συντροφιά ληστών από την Τάφο, κ' ήσαν εκείνοι φίλοι μας• και να τον θανατώσουν ζητούσαν και όλους να χαρούν αυτοί τους θησαυρούς του• αλλ', αν κ' εμάνιζαν πολύ, τους κράτησ' ο Οδυσσέας. κείνου το σπίτι χάρισμα συ κατατρώγεις τώρα, 430 μνηστεύεις την γυναίκα του, φονεύεις το παιδί του, κ' εμέ θλίβεις κατάκαρδα• αλλά να παύσης λέγωεσέ, και των συντρόφων σου πρόσταζε συ να παύσουν».

Ότε δε αυτοί έφθασαν, οι Αθηναίοι, φοβηθέντες μήπως ο Αριστεύς διαφυγών ήθελε βλάψει περισσότερον παρά πρότερον, καθόσον εις αυτόν απέδιδον όλα τα εν τη Ποτειδαία και τη Θράκη συμβαίνοντα, χωρίς να τους δικάσουν και να τους αφήσουν να ειπούν ολίγα τινά, εφόνευσαν πάντας αυθημερόν και έρριψαν εις φάραγγας, δικαιολογούμενοι ότι απέδιδαν τα ίσα εις τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι συλλαβόντες τους Αθηναίους εμπόρους περί την Πελοπόννησο πλέοντας επί φορτηγών πλοίων, εφόνευσαν αυτούς και εις φάραγγας έρριψαν.

Το κώνειον του Σωκράτους, μας είπε τότε ο Γεροστάθης, μ' ενθυμίζει το κώνειον του Φωκίωνος· διότι και αυτός ο χρηστός πολίτης των Αθηνών διά του κωνείου απέθανεν εις την φυλακήν. Ποτέ ο Φωκίων δεν εκακοποίησε συμπολίτην του, αλλ' ούτε εθεώρησέ ποτέ τινα ως εχθρόν του· πολλάκις μάλιστα, ως βεβαιόνει ο Πλούταρχος, εβοήθησε και γενναίως επροστάτευσεν ανθρώπους, οίτινες τον είχον βλάψει.

Ήταν μια Πέμπτη βράδυ και η τοκογλύφος δεν έγνεθε από το φόβο της Τζομπιάνα, της γυναίκας της Πέμπτης, που εμφανίζεται σε όσες γνέθουν το βράδυ και μπορεί να τις βλάψει.

Κι' ορμώντας σα ζυγώσανε με τ' άρματα στα χέρια, τίναξε πρώτος ο Φηγιάς το τροχιστό κοντάρι· 15 όμως η μύτη απάνωθες περνάει απ' του Διομήδη τον ώμο τον αριστερό με δίχως ναν τον βλάψει. Δέφτερος ρήχνει τότε αφτός, μα απ' το δικό του χέρι τ' όπλο δεν πέταξε άδικα, μον του χτυπάει τα στήθια μεσόβυζα, κι' οχ τα φαριά τόνε γκρεμίζει χάμου.

Τρόφιμα άλλα δεν υπήρχον, ειμή ελαίαι και παστά οψάρια. Τ' αμπέλια δεν είχον καρποφορήσει· άγνωστος πρωτοφανής νόσος είχε βλάψει τα σταφύλια. Πού η εποχή εκείνη, καθ' ην παντοίοι κορσάροι, Τούρκοι, Αφρικανοί, Γενοβέζοι, περιεκάθιζον εις το μικρόν παραθαλάσσιον φρούριον, — και όμως οι τότε άνθρωποι ήσαν ευτυχείς χωρίς να το ηξεύρουν!