United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσως όμως και πεζότερόν τι αίσθημα ήτο αφορμή της σκοτοδινίας της· ίσως παράδοξοι τίνες νυγμοί του στομάχου, σημαίνοντες την κοινοτάτην των ανθρώπων ανάγκην, έρριψαν την αχλύν εκείνην επί τους οφθαλμούς της θνητής ηρωίδος μου· τόσον δε τούτο είνε πιθανώτερον, όσον ευώδης μετ' ολίγον κνίσσα, αναδιδωμένη από του παρακειμένου δωματίου, εγαργάλισε την όσφρησίν της, και την εξήγειρεν από του παροδικού της ληθάργου.

Ευθύς που οι ναύται έρριψαν την άγκυραν και έδεσαν το πλοίον εγώ βλέποντας έξωθεν κτίρια μεγαλοπρεπή, δεν επρόσμενα τας αδελφάς μου διά να με συνοδεύσουν, αλλ' όντας ανδρικά ενδεδυμένη έζωσα το σπαθί μου και εκίνησα προς την θύραν της πόλεως.

Αι κόραι άσπρισαν ήδη και το κατώφλιον της θύρας, έρριψαν διά την από των υποδημάτων λάσπην χονδρόν σκουτί, από εκείνα εντός των οποίων θλίβουσι τας ελαίας εις τα ελαιοπιεστήρια, και εισήλθον να διασκευάσωσιν εορταστικώς και τας αιθούσας.

Επροχώρησε λοιπόν κατά μήκος της ακτής έχων μέρος τι του στρατού· αλλ' οι Τυρρηνοί, οίτινες εφύλατταν εις το μέρος τούτο, βλέποντες τους εχθρούς πλησιάζοντας ατάκτως, επροχώρησαν και επιπεσόντες εναντίον των πρώτων τους έτρεψαν εις φυγήν και τους έρριψαν εις την λίμνην την καλουμένην Λυσιμέλειαν.

Αφού δε εκόρεσαν την εκδίκησίν των, απήγγειλον φοβεράς κατάρας δι' εκείνους οίτινες ήθελον αφήσει τον στόλον· εκτός τούτου, έρριψαν εις την θάλασσαν σιδηράν ράβδον και ώμοσαν να μη επιστρέψωσιν εις την Φώκαιαν ενόσω η ράβδος δεν αναβή εις την επιφάνειαν.

Άλλα έρριψαν άγκυραν από τα Λεχώνια, και περί την ακτήν του Κουρούπη, κι' ως τα νησιά του Καστριού, τα λευκά και πετρώδη πέραν, κι' άλλα, τα μικρότερα σκάφη, ωρμίσθησαν εις τον Άι-Σώστην, ακτήν, όπου ο τόπος ήτο ημερώτερος, εις το απάγγιο, όπου ήτο περισσοτέρα σκέπη και νηνεμία· δεν εφύσα μελτέμια τας ημέρας εκείνας, τέλη Ιουνίου· ήτο γαλήνη· αλλά και αν έπερνε μελτέμι εις την δυτικοβόρειον ακτήν εκείνην, δεν θα έπιανε και πολύ.

Ότε δε αυτοί έφθασαν, οι Αθηναίοι, φοβηθέντες μήπως ο Αριστεύς διαφυγών ήθελε βλάψει περισσότερον παρά πρότερον, καθόσον εις αυτόν απέδιδον όλα τα εν τη Ποτειδαία και τη Θράκη συμβαίνοντα, χωρίς να τους δικάσουν και να τους αφήσουν να ειπούν ολίγα τινά, εφόνευσαν πάντας αυθημερόν και έρριψαν εις φάραγγας, δικαιολογούμενοι ότι απέδιδαν τα ίσα εις τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι συλλαβόντες τους Αθηναίους εμπόρους περί την Πελοπόννησο πλέοντας επί φορτηγών πλοίων, εφόνευσαν αυτούς και εις φάραγγας έρριψαν.

Ημείς δεν αποτολμούσαμεν να διαφεντευθώμεν διά τον φόβον να μη μας θανατώσουν όλους. Αφού λοιπόν μας έρριψαν εις το νησί εκείνοι οι αγριάνθρωποι, άνοιξαν τα πανιά του καραβιού, και το έφεραν εις άλλο νησί ολίγον ξέμακρα, από το οποίον είχαν έλθει· διότι εκεί ως φαίνεται, είχον τες κατοικίες των.

Όλοι λοιπόν, αφ' ού ηκούσαμεν όσα αυτοί είπον, κατελήφθημεν από λύπην, καθώς το ωμολογούσαμεν υστερώτερα αναμεταξύ μας, διότι, εν ώ από την προηγουμένην ομιλίαν είχομεν παρά πολύ πεισθή, τώρα πάλιν εφαίνετο ότι μας έφεραν άνω κάτω και μας έρριψαν εις απιστίαν όχι μόνον με τους λόγους οι οποίοι ελέχθησαν προτήτερα, αλλά και με τους λόγους οι οποίοι έμελλον να λεχθώσιν υστερώτερα, και μας έκαμαν ν' αμφιβάλλωμεν μήπως δεν ηξεύρομεν διόλου να κρίνωμεν, ή μήπως και τα ίδια τα πράγματα είναι απίστευτα.

Αλλά σπεύδοντες να φθάσουν ταχέως εις την πηγήν της ευδαιμονίας, εις το ευλογημένον βαρέλι, έδραξαν αυτόν εκ του ποδός και τον έρριψαν μακράν. Έπειτα εκόλλησαν τα χείλη των εις το παπίρι του έκαστος. Αίφνης φωνή εκπλήξεως εις οιμωγήν απολήξασα ηκούσθη κ' έκαστος μην, παρατηρών βλοσσυρώς τον πλησίον του, ετράπη εις ύβρεις και βλασφημίας ικανάς και τον διάβολον αυτόν να εκδιώξουν.