United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


O Ρούντυ με επάτησε δυνατά εις την ουράν! Ο Ρούντυ είναι πολύ αδέξιος· εμιαούριζα, αλλά ούτε αυτός ούτε η Μπαμπέττα είχαν αυτιά διά να ακούσουν. Άνοιξαν την πόρτα, εισήλθον και οι δυο, εγώ εμπρός· επήδησα μόλα ταύτα επάνωτη ράχη μιας καρέκλας, γιατί πώς να ήξερα, πώς τάχα θα επαρουσιάζετο ο Ρούντυ.

Αν δεν άνοιξαν τα μάτια του τυφλού, έδωκαν τουλάχιστο μεγάλη ενθάρρυνση στους κοντόφθαλμους κ' ενώ οι αρχηγοί των μπορεί να έχουν όλην την απειρία της γεροντικής ηλικίας, οι νέοι των είναι αρκετά φρόνιμοι ώστε να μην είναι ποτέ ευαίσθητοι.

Αν κι' άνοιξαν πολλούς τέτοιους λάκκους και στα βουνά και στους κάμπους, δε μπόρεσαν να πιάσουν τη λύκισσα, επειδή αυτή καταλαβαίνει την ψεύτικη γις· μόνο πολλά τραγιά και πρόβατα αφάνισαν οι λάκκοι και παραλίγο και τον ίδιο το Δάφνη από τούτη την αιτία.

Ημείς δεν αποτολμούσαμεν να διαφεντευθώμεν διά τον φόβον να μη μας θανατώσουν όλους. Αφού λοιπόν μας έρριψαν εις το νησί εκείνοι οι αγριάνθρωποι, άνοιξαν τα πανιά του καραβιού, και το έφεραν εις άλλο νησί ολίγον ξέμακρα, από το οποίον είχαν έλθει· διότι εκεί ως φαίνεται, είχον τες κατοικίες των.

Μου φάνηκε, πως άνοιξαν τα ουράνια, θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση, ότι ζη η μαννούλα μ'. — «Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρ'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάννα μ' είναι πεθαμένη.... θάχης κανένα λάθος.... » «Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάννα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε ζη και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα Ξένα και.... »

Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου· τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος. ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη. και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500 την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.

Άλλοι όμως πονηρότεροί του τού άνοιξαν τα μάτια, κ' έτσι ο συνδυασμός εναυάγησε. «Τόσο το καλλίτερο για μας, παιδιά». Αν ο συνδυασμός κατηρτίζετο, ο Αλικιάδης θα διηύθυνε το οικονομικόν μέρος, και θα του έτρωγε τα λεπτά χωρίς να του δώση ψήφους. — Τάχα, ο λόγος το λέει, εμείς δεν είμαστε από κείνους . . . . Α! ο Μανώλης, ναι, εκείνος είνε γι' αυταίς της δουλειαίς.

Δεν εναντιώθη εκείνη εις το κτύπημα του βολιού, μα ευθύς άνοιξε, και εφανερώθη εις τους οφθαλμούς μου ένα φοβερόν σπήλαιον πολλά ευρύχωρον· ένας ποταμός με νερόν μαύρον έτρεχε με μεγάλην ορμήν εις την μέσην του, και επάνω εις τα χείλη του ήτον δύο δράκοντες μεγάλοι και φοβεροί· ετούτα τα θηρία βλέποντάς μας άνοιξαν τας πτέρυγάς των, και ήρχισαν να ξερνούν από το στόμα τους άπειρες φοβερές φλόγες πυρός.

Με τέτοια υψηλή συζήτηση έφθασαν κοντά στου Εμμαούς και ο ξένος φαινόταν ότι θα συνέχιζε τον δρόμο του, αλλά αυτοί τον πίεσαν να μείνει, και καθώς κάθισαν για να φαν το απλό φαΐ τους και Αυτός ευλόγησε και έκοψε το ψωμί, τα μάτια τους άνοιξαν και παρά την αλλαγμένη μορφή, ανεγνώρισαν ότι αυτός που ήταν μαζί τους ήταν ο Κύριος.

Ευτύχημά μας μονάχα που άνοιξαν καινούριες δουλειές άξαφνα στην Αφρική, και τάβαλε με τον Άραβα το Γίλδο, «Κόμητα της Αφρικής» από τα χρόνια του Θεοδοσίου, μα σήκωσε τώρα κεφάλι κι αυτός, με την πρόφαση πως ήθελε να είναι της Ανατολής, κι όχι της Δύσης υποταχτικός.