United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΡΕΟΥΣΑ Στα χέρια της τον πήρε τα παρθένα χωρίς να τον γεννήση αυτή. ΙΩΝ Τον είχε παραδώση κατά που ιστορήθηκε, σε μιαν εικόνα απάνου; ΚΡΕΟΥΣΑ Τον έδωκε στου Κέκροπος της κόρες, δίχως όμως εκείνες να τον βλέπουνε. ΙΩΝ Άκουσα που η παρθένες άνοιξαν το κιβώτιο της Αθηνάς κρυφά. ΚΡΕΟΥΣΑ Γι' αυτό χαθήκανε κι' αυτές και με τα αίματά τους τους βράχους χρωματίσανε. ΙΩΝ Έτσι το λεν, αλήθεια.

Κι' ήτον ο κόσμος απλούς, χωριάτης, έτρωγ' επάνω 'στην αμμουδιά, δεν ήτο διόλου αριστοκράτης, αλλ' απαντούσες και μια καρδιά. Άρες μάρες πια, Μούσα, μην ψάλλης, καιρός είναι τα μέτρα ν' αφήσης, έλα γνώσι ολίγη να βάλλης, και με κόσμο και ύλη να ζήσης. Κύττα, Μούσα, τριγύρω παλάτια, μα και πόσα ακόμη θα γίνουν! όλοι άνοιξαν τώρα τα μάτια, και οικόπεδα πέρνουν και δίνουν.

Και οι γιατροί, με τα γιατροσόφια και τα βότανά τους, μαζεύτηκαν απάνω απ' τη χρυσή κούνια. Άνοιξαν τα γιατροσόφια τους και άρχισαν να μιλούν λατινικά αναμεταξύ τους. Και το βασιλόπουλο, χλωμό και αρρωστιάρικο, απάνω στα πουπουλένια προσκέφαλα, τους κύτταζε με τα μεγάλα του μάτια. Και σα να καταλάβαινε τα λατινικά τους και σα να ξεδιάλυνε τη σοφία τους, χαμογελούσε πάλι, χαμογελούσε ολοένα.

Τώρα που ήρθατε εδώ πάνω θα πάμε μες την εκκλησιά: εγώ θα σας στεφανώσω. . . Και καθώς μίλαγ' έτσι το φεγγάρι, ξαφνίστηκεν η Λιόλια κι ο Νίκος κι άνοιξαν πάλι τα μάτια τους τα θαμπωμένα απ’ τη λάμψη του, για να το ιδούν: Τι άσπρο πούτον το φεγγάρι και τι λυπημένο ! σαν τη Βεργινία.

Μετά χρόνους, όταν άνοιξαν η δουλειές, κι' ο γέρο-Στάθης έγεινε μικρό-αρχιναυπηγόςεσκάρωνε βάρκες και καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος από τον υιόν και από τον παραγυιόν του, εις το προαύλιον της οικίαςτότε η γραία ημπόρεσε να κλέψη αρκετά και από τα κέρδη της ναυπηγικής τέχνης.

Μολαταύτα δεν έδειξε τίποτα, και μόλις άνοιξαν της πόρτες μπήκε στο δωμάτιο του Τριστάνου, και κρύβοντας την οργή της, εξακολούθησε να τον υπηρετή και να τον περιποιέται, καθώς πρέπει σε μια που αγαπάει. Του μιλούσε γλυκά, τον φιλούσε στα χείλη, και τον ρωτούσε αν θα γύριζε γρήγωρα ο Καερδέν με το γιατρό που θα τον εγιάτρεβε. Μα πάντα ζητούσε να βρη την εκδίκησι.

Μη φοβάσαι τίποτε, απεκρίθη ένας από εκείνους, που του άνοιξαν το κιβούρι, ότι αντίς να σε τυραννήσωμεν ήλθαμεν μάλιστα να σε συντρέξωμεν.

Ένα πρωί πάνω στο καλδερίμι του μεγάλου του σπιτιού με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, τη βρήκανε ξερή τη γρηάΣτάθαινα. Και δίπλα το ραβδί της. Το ίδιο το πρωί ανοίξαν' ένα λάκκο στην αυλή του ΆηΝικόλα και τη θάψανε. Ο νεκροθάφτης πήρε το τσακισμένο το ραβδί και τόρριξε στην αγκαλιά της.

Ας το πουν, ας το πουν τα κορίτσια. Καλό θα της κάμη, κυρ Κωσταντή, καλό θα της κάμη. Κορίτσ. Ανοίξαν οι εφτά ουρανοί, τα δώδεκα Βαγγέλια, Και πήραν το παιδάκι μου από τα δυο μου χέρια. Γαρουφ. Έτσι να σας περεχούν οι καλοτυχιές, χρυσή νυφούλα, και διαμαντένια Δέσπω, κι αργυρέ Κωσταντή. Σηκωθήτε πια κ' ήρθ' η ώρα. Στο καλό και να μας πολυχρονίσουνε.

Ο Λαλάς μου μαθαίνοντας το συμβεβηκός μου και την δυστυχίαν μου ολίγον έλειψε που να αποθάνη από την θλίψιν του· μα με όλον τούτο δεν έλειψε που διά νυκτός να πάρη τόσον βίον και διαμαντικά που μας ευρίσκονταν και να τα φέρη μαζί του εις την φυλακήν που ευρισκόμουν με τα οποία εκέρδισε τους φυλακάτορας και άνοιξαν την φυλακήν και εφύγαμεν ομού με τον γέροντα και με τους ίδιους τους φύλακας.