Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Στο μεγάλο δρόμο, απάνω στα σκαλοπάτια ενός μεγάρου, κάθεται ένας ζητιάνος. Δίπλα του είναι ξαπλωμένος ένας μαύρος, μαλλιαρός σκύλος. Ο σκύλος του ζητιάνου. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο, απάνω στα λευκά μάρμαρα. Ο άνθρωπος είναι ντυμένος στα κουρέλια. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αρρωστιάρικο και παραπονεμένο.
Το βασιλόπουλο μεγάλωνε μέσα στα πούπουλα και μέσα στα χρυσάφια. Ο Ρήγας το πότιζε με του πουλιού το γάλα. Σκλάβοι και σκλάβες το παράστεκαν μέρα και νύχτα. Μα το βασιλόπουλο ήτανε πάντα χλωμό και αρρωστιάρικο και τα μεγάλα γαλανά του μάτια ήσαν πάντα γυρμένα κατά γης. Ο Ρήγας κάλεσε όλους τους γιατρούς από Ανατολή και Δύση.
Το μικρό και αρρωστιάρικο σώμα του, τάραζε σπασμωδικά και στα μάτια του τα καστανά έτρεμαν δυο δάκρυα. Τώρα δεν είχε τίποτα από τη σοβαρή αξιοπρέπεια που φορούσε για τήβεννο σοφίας απάνω του από μικρός. Ήταν ένα τσαχπίνικο παιδί που δε δίνει μια πεντάρα έξω από τη ζωούλα του. Τόσο αστείοι του φαίνονταν οι φόβοι τ' αδερφού του.
Για τούτο ο Χαγάνος έδειξε στους σοφούς την πόρτα. Τώρα τους έβλεπε να παραστέκουν και να κεντούν με λόγια και ξεφωνητά την προθυμία του Αριστόδημου. Ο ίδρωτας έλουζε το στεγνό πρόσωπό του· ο ήλιος έψενε και ξενεύριζε το αρρωστιάρικο σώμα του. Μα εκείνος εξακολουθούσε να τρέχη εδώ κ' εκεί, να φωνάζη τους αργάτες, να ψαχουλεύη τα χώματα.
Ήτονε παχύς, αλλ' η κιτρινάδα τον προσώπου του μαρτυρούσε πως το πάχος τον ήτον αρρωστιάρικο. Στο βλέμμα του το άτονο και θολό φαινότανε κούραση, αλλ' η κούραση του βέβαια δεν ήτον από εργασία. Είχεν όμως στιγμές που σαυτά τα ψόφια μάτια άναβε φοβερή φλόγα ο θυμός κη τυραννική παραφροσύνη.
Ο γιατρός κρατούσε πάντα το κερένιο χεράκι του παιδιού στο χέρι του, το κοίταζε στα μάτια συλλογισμένος, εκείνο φαίνουνταν χλωμό και σβυσμένο πάντα, σα να μην ένιωθε τι του γίνουνταν, ο πατέρας απόμεινε αμίλητος και στενοχωρημένος, οι ταχτικοί του φαρμακείου, κοίταζαν περίεργοι, ο φαρμακοποιός κ' οι βοηθοί του έσκυφταν πάντα στη δουλιά τους, κ' η γριά χωριάτισσα έλεε πάντα: — Από μικρό, που λες, κυρ γιατρέ, στέκουνταν έτσι θλιμμένο, αρρωστιάρικο, μέρα με τη μέρα πάντα μουζάζουνταν.
Και οι γιατροί, με τα γιατροσόφια και τα βότανά τους, μαζεύτηκαν απάνω απ' τη χρυσή κούνια. Άνοιξαν τα γιατροσόφια τους και άρχισαν να μιλούν λατινικά αναμεταξύ τους. Και το βασιλόπουλο, χλωμό και αρρωστιάρικο, απάνω στα πουπουλένια προσκέφαλα, τους κύτταζε με τα μεγάλα του μάτια. Και σα να καταλάβαινε τα λατινικά τους και σα να ξεδιάλυνε τη σοφία τους, χαμογελούσε πάλι, χαμογελούσε ολοένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν