United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άντρες και γυναίκες, δίπλωναν τες φλοκάτες τους σταυρωτά κατά πίσω, τες πίστρωναν ύστερα σα προσκέφαλα κ' εφορτωνόνταν ο ένας με τον άλλον τα θεόρατα μάρμαρα. Ως που φορτώθηκαν όλοι κι ως π' αναλήφτηκαν από μπροστά οι άσπροι σωροί. Όταν ξεκίνησαν τον κατήφορο κατά το χωριό, χάραζε.

Τρέξε επάνω εις τα κύματα Της φοβεράς θαλάσσης, Κινδύνευσε, αναστέναξε, Πίε το πικρόν ποτήριον Της ξενιτείας. Διά την τροφήν 'που εσύναξας Με κόπους ανεκφράστους, Εις τα παραθαλάσσια Ιδού χάσκει το λαίμαργον Στόμα τυράννων. Τι τα ευώδη αγκαλιάζετε Προσκέφαλα του γάμου; Τι φιλείτε το μέτωπον Ιερόν των γονέων σας Με τόσον πόθον;

Διπλάτριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στις πλευρές, με τα μαύρα τους στρωσίδια εθύμιζαν νεκροθήκες στ' ανήλιαστα βάθη της γης ταφιασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου ανοιχτόπορτη έδειχνεν άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυοτρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης ράθυμα σε πουπουλένια προσκέφαλα.

Τότε ο βασιλεύς εκείνος επροχώρησε μέσα εις τους θαλάμους του παλατίου, οι οποίοι ήσαν στρωμένοι με τάπητας μεταξωτούς και ολόγυρα με στρώματα και προσκέφαλα χρυσοΰφαντα της Ινδίας· επέρασεν έπειτα εις ανώγειον μεγαλοπρεπές, εις την μέσην του οποίου ήτον μία χρυσή τετράγωνος λεκάνη, και εις κάθε γωνίαν είχεν ένα λεοντάρι χρυσούν.

Ο ιατρός τον ανεσήκωσεν επί της κλίνης, η δε μήτηρ μου επρόσθετεν επ' αυτής προσκέφαλα, ενώ εγώ έσχιζα διά ψαλίδος το υποκάμισόν του διά να δώσωμεν πλειοτέραν ελευθερίαν εις τους εξηντλημένους του πνεύμονας. Τι ήτο το κινήσαν τότε τον ψυχορραγούντα πατέρα μου αίσθημα; Διατί συνέσπασε τας οφρύς και εκίνησε την χείρα, ως θέλων να εμποδίση του υποκαμίσου του το σχίσιμον ;

ΜΑΛΚΟΛΜ Ω! — Ποίος; ΜΑΚΔΩΦ Οι φύλακές του, φαίνεται. Αιματωμένα ήσαν τα πρόσωπα, τα χέρια των, καθώς και τα μαχαίρια που ηύραμεν ασκούπιστα εις τα προσκέφαλά των. Εφαίνοντο εμβρόντητοι και παραζαλισμένοι. Σ' αυτούς ζωή δεν έπρεπε να πιστευθή ανθρώπου! ΜΑΚΒΕΘ Και όμως μετενόησα πώς εις την έξαψίν μου να τους φονεύσω και τους δυο! ΜΑΚΔΩΦ Ω! Διατί, ω Μάκβεθ;

Από εδώ την παραλαμβάνει ο δριμύς Άνεμος και την φέρει επάνω εις το υψηλότατον χιονοπέδιον και εξαπλώνεται εις το ισχυρόν του ηλίου φως επάνω εις τα από χιόνι σαν από πούπουλα προσκέφαλά της. Εκεί εκάθισε· και με βλέμμα ευρέως εκτεταμένον παρετήρει, κάτω εις τας βαθείας κοιλάδας, όπου οι άνθρωποι ήσαν εις άοκνον κίνησιν, όπως οι μύρμηκες επάνω εις τον από τον ήλιον λάμποντα βράχον.

Ησύχασε τώραάκουσε Τουανέττα· αν τον ξανακάνης τον άντρα μου να θυμώση, θα σε διώξω. Έλα, δώσε μου τώρα το πανωφόρι του με τη γούνα και μερικά προσκέφαλα, να τον βάλω να καθήση καλά. Από τίποτ' άλλο δε συναχώνεται κανείς τόσο εύκολα όσο από τ' αυτιά. ΑΡΓΓΑΝ Πόσο με υποχρεώνεις, αγάπη μου, με τις περιποιήσεις που μου κάνεις! Ας βάλωμε αυτό για στήριγμα και κείνο το άλλο πλευρό· έτσι.

Στρώματα, και παπλώματα, και κηλίμια, επιμελώς διπλωμένα, προσκέφαλα, σινδόνια, σωρεύονται ευτάκτως και κοσμίως κατά τον τοίχον, παρά μίαν γωνίαν του θαλάμου, καλύπτονται με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστέφονται με δύο προσκεφαλάδες με μεταξωτά περιβλήματα. Αυτή είνε η τέμπλα. Αφού έφθασε με τα βιολιά ο κουμπάρος, ήλθαν και οι καλεσμένοι, ύστερον οι παππάδες, και ήρχισεν η τελετή.

Μισοσηκωμένη στα προσκέφαλα του κρεββατιού με το λαιμό και τα στήθη ολόγυμνα, με τα μαλλιά μπερδεμμένα στο κεφάλι, τα μάτια άγρια και ξαφνισμένα, φαίνουνταν εκεί μέσα στ' αδιάκοπο πλημμύρισμα της κάμαρας από τ' ωχρό αστραποφώτισμα, σαν φάντασμα.